Translate

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ


Με αφορμή την 105η επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης.
Τα διπλωματικά παρασκήνια της διάσκεψης του Λονδίνου.

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com



Τον Νοέμβριο του 1912, αποφασίστηκε να συγκληθεί στο Λονδίνο διάσκεψη των Μεγάλων Δυνάμεων για την επίλυση των ζητημάτων που προέκυπταν από τον γενικευμένο 1ο βαλκανικό πόλεμο της «Συμμαχίας» Βουλγαρίας, Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου εναντίον της Τουρκίας. Στις 26 του ιδίου μήνα υιοθετήθηκε πρόταση της γαλλικής πλευράς να κληθούν στη Διάσκεψη και αντιπρόσωποι των εμπολέμων, έστω και με συμβουλευτική ιδιότητα ή με την ιδιότητα του παρατηρητή.
Την εποχή εκείνη, αυτή η γαλλική πρόταση θεωρήθηκε τολμηρή καινοτομία, καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις έδειχναν ότι άρχισαν να υπολογίζουν και τη γνώμη των εμπολέμων στη Βαλκανική, που δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί ως κρατικές οντότητες. Στην πραγματικότητα είχαν συγκληθεί δύο διασκέψεις, των Μεγάλων Δυνάμεων και των εμπολέμων. Για την Ιστορία, η διπλή διάσκεψη φιλοξενήθηκε στο ανάκτορο Σεντ Τζέιμς του Λονδίνου. Στην ελληνική αντιπροσωπεία συμμετείχαν οι Βενιζέλος, Σκουλούδης, Γεννάδιος, Στρέιτ, Πολίτης.
Η Βουλγαρία είχε ρίξει το βάρος των επιθετικών της ενεργειών εναντίον της Τουρκίας στο μέτωπο της Τσατάλτζα, μόλις 50 χιλιόμετρα έξω από την Πόλη. Ο Φερδινάνδος ονειρευόταν θριαμβική είσοδο στην Αγιά Σοφιά(!). Η αμυντική γραμμή της Τουρκίας ήταν όμως αδιαπέραστη καθώς είχε οργανωθεί από Γερμανούς αξιωματικούς με μονάδες βαρέως πυροβολικού. Στις 3 Δεκεμβρίου (ν.η.), η αποκαμωμένη Βουλγαρία υπέγραψε χωριστή δίμηνη ανακωχή με τους Τούρκους, χωρίς να ενημερώσει την Ελλάδα, επειδή ήδη προετοίμαζε επίθεση εναντίον της.
Η Ελλάδα δεν υπέγραψε ανακωχή με την Τουρκία, καθώς το Γενικό Επιτελείο Στρατού – εκτός από την επίκληση και άλλων στρατηγικών λόγων - επέμενε ότι ήταν ακόμη δυνατή η πτώση των οχυρών του Μπιζανίου, που θα άνοιγε το δρόμο για τα Ιωάννινα. Στις 16 Δεκεμβρίου, και ενώ είχαν αρχίσει οι διαβουλεύσεις, η Ελλάδα συνέχιζε την προσπάθεια για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ο Μεταξάς ήταν απόλυτος. Το Μπιζάνι θα έπεφτε!
«Ωστόσο, στα πολύωρα διαλείμματα διεξάγονταν ιδιαίτερες συζητήσεις. Ο Βενιζέλος κατέβαλε τις μεγαλύτερες προσπάθειες για να συμβιβαστούν οι ελληνικές με τις βουλγαρικές απόψεις. Ακολούθησαν επανειλημμένες συναντήσεις με το Βούλγαρο αντιπρόσωπο Ντάνεφ. Κάποια στιγμή η ελληνική αποστολή, που διέμενε στο ξενοδοχείο Κλάριτζ, συγκλονίστηκε πληροφορούμενη ότι ο Βενιζέλος ήταν πρόθυμος να δεχτεί προώθηση των βουλγαρικών συνόρων σε απόσταση δεκατεσσάρων χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη(!) με τι σκέψη ότι φέρνοντας τη Βουλγαρία μέσα στη Μακεδονία θα εδραίωνε τη βαλκανική συμμαχία. Καθαρό κυνήγι σκιάς!». (Εντουάρ Ντριό, Ελλάδα και πρώτος παγκόσμιος πόλεμος).
Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων έγινε φανερό ότι υπήρχαν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των εμπολέμων και των Μεγάλων Δυνάμεων που τους υποστήριζαν. Στις 17 Ιανουαρίου του 1913 οι «Μεγάλοι» στέλνουν τελεσίγραφο στην Τουρκία και της ζητούν να αποχωρήσει από όλες τις περιοχές δυτικά από την Αδριανούπολη και από τα νησιά του Αιγαίου, χωρίς να προσδιορίζεται σε ποια χώρα θα κατέληγαν αυτές οι περιοχές. Στις 22 του μηνός, η κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη δείχνει να υποχωρεί και την επομένη ο νεότουρκος ντονμές Εμβέρ μπέης ανατρέπει την κυβέρνηση σκοτώνοντας εν ψυχρώ τον υπουργό των Στρατιωτικών Νιαζίμ πασά!
Όταν στις 3 Φεβρουαρίου έληξε η δίμηνη ανακωχή μεταξύ της Τουρκίας και των τριών υπολοίπων, πλην Ελλάδος, οι εχθροπραξίες αρχίζουν και πάλι με κυριότερο θέρετρο του πολέμου την εκ νέου επίθεση της Βουλγαρίας στο μέτωπο της Τσατάλτζα. Αυτή τη φορά οι Βούλγαροι παθαίνουν πανωλεθρία. Χάνουν, σχεδόν, το ήμισυ του στρατού τους σε νεκρούς και τραυματίες. Η Κωνσταντινούπολη είναι περικυκλωμένη αλλά ο βουλγαρικός στρατός δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα παραπάνω. Τότε είναι που το βουλγαρικό επιτελείο καταλαβαίνει ότι κινδυνεύει να χάσει και τη Μακεδονία, και μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης, τον Μάρτιο του 1913, αρχίζει να μεταφέρει μεραρχίες προς τη Θεσσαλονίκη.
Οι αρχικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στην Ήπειρο για την κατάληψη των οχυρών του Μπιζανίου δεν στέφθηκαν από επιτυχία. Μάλιστα προκάλεσαν οδυνηρές απώλειες στις τάξεις του στρατού. Στις αρχές του Ιανουαρίου 1913, ο Βίκτωρ Δούσμανης, επιτελικός του Κωνσταντίνου, καλεί τον Ιωάννη Μεταξά να επιστρέψει από το Λονδίνο. Η αποστολή του Μεταξά ήταν να πείσει τον Βενιζέλο να μην υπογράψει η Ελλάδα ανακωχή μέχρι να πέσει το Μπιζάνι. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη στρατιά Ηπείρου. Στις 8 Φεβρουαρίου, παρουσία και του Ελευθερίου Βενιζέλου στο μέτωπο, ο Ιωάννης Μεταξάς εκπόνησε το σχέδιο για την τελική επίθεση.
Το στρατηγείο Ηπείρου διέθετε εκείνη την περίοδο 105 συνολικά πυροβόλα πεδινού και ορειβατικού πυροβολικού. Στις αρχές Φεβρουαρίου είχαν συγκεντρωθεί 54.000 βλήματα, δηλαδή σε κάθε πυροβόλο αντιστοιχούσαν 515 βολές. Το σφυροκόπημα των τουρκικών θέσεων υπήρξε ανελέητο τόσο στους σταθερούς στόχους όσο και στις κινήσεις των τουρκικών μονάδων.

Σημαντικό ρόλο στην ευόδωση των προσπαθειών για την απελευθέρωση της πρωτεύουσας της Ηπείρου έπαιξαν δύο ευζωνικά τάγματα υπό τους Ιωάννη Βελισσαρίου και Γεώργιο Ιατρίδη, οι οποίοι παρακάμπτοντας μία σειρά από τουρκικές οχυρώσεις, και καταστρέφοντας τις τηλεφωνικές γραμμές, βρέθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου 1913 στις παρυφές της πόλης. Η εμφάνιση των δύο ευζωνικών ταγμάτων έκανε τον Εσάτ πασά να πιστέψει ότι ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει τα οχυρά και τώρα βρισκόταν έτοιμος να μπει στα Ιωάννινα. Στις 21 Φεβρουαρίου υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης από τους τότε λοχαγούς Ιωάννη Μεταξά και Ξενοφώντα Στρατηγό και τον Βεχήπ μπέη.
«Η επιτυχία αυτή έγινε δεκτή με ασύνορο ενθουσιασμό από ολόκληρο τον ελληνισμό. Μετά τη Θεσσαλονίκη το όνομα του Κωνσταντίνου εκτοξεύτηκε σε νέα ύψη δόξας. Γιατί η Ήπειρος είναι ένα είδος λίκνου της ελληνικής φυλής, στην οποία χάρισε μερικούς από τους γενναιότερους ηγέτες της. Και όλοι οι Έλληνες την έχουν στην καρδιά τους, περισσότερο και από την ίδια την Πόλη». (Εντουάρ Ντριό).
Τις ημέρες εκείνες απασχόλησε την ελληνική βουλή και τον Τύπο, η εντολή του Βενιζέλου να σταματήσει η προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Αυλώνα, επειδή όπως ανέφερε ο Έλληνας πρωθυπουργός, φοβήθηκε στρατιωτική επέμβαση της Ιταλίας.
«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τηλεγράφημά του προς τον Κωνσταντίνο, την 1η Μαρτίου 1913, όριζε τη γραμμή, πέρα από την οποία δεν θα έπρεπε να προελάσει ο ελληνικός στρατός προς τα βόρεια. Η γραμμή αυτή, που αντιπροσώπευε το όριο των ελληνικών εδαφικών απαιτήσεων στην περιοχή της Ηπείρου, περνούσε βόρεια από το Τεπελένι, το Δαγκλή – Νταγκ και το Παναρέτι και κατέληγε στη Μοσχόπολη. Με άλλο τηλεγράφημα, στις 2 Μαρτίου, ο πρωθυπουργός απαγόρευε ρητά την κατάληψη της Αυλώνας, για την οποία είχε εκδηλωθεί έντονο ιταλικό ενδιαφέρον. Στις 5 Μαρτίου, με τηλεγράφημα και πάλι του Βενιζέλου, αναγγέλθηκε στο στρατηγείο η δολοφονία του Γεωργίου. Ο Κωνσταντίνος αναχώρησε την επομένη για την Αθήνα». (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄).
Ήταν μία από τις γνωστές «παρεμβάσεις» του στην επέλαση του ελληνικού στρατού, οι οποίες σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως, με κυριότερη εκείνη πριν την επέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Σόφια, μετά τη συντριβή του βουλγαρικού στρατού στον 2ο βαλκανικό πόλεμο. Βεβαίως, δεν υπήρχε περίπτωση να ενσωματωθεί η Αυλώνα στην ελληνική επικράτεια λόγω της επικείμενης αυτονόμησης της Αλβανίας, αλλά θα αποτελούσε ένα ισχυρό διαπραγματευτικό ατού κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων της διάσκεψης του Λονδίνου.
«Εκ του ηπίου χαρακτήρος των δηλώσεων τούτων εξάγεται ότι, εάν η Ελλάς κατελάμβανε την Αυλώνα, ούτε η Ιταλία, ούτε η Αυστρία θα εκινούντο στρατιωτικώς κατ’ αυτής. Στρατιωτικώς δεν εκινήθησαν αι Δυνάμεις αύται ούτε κατά της Σερβίας, ότε κατέλαβε το Δυρράχιον και άλλας Αλβανικάς ακτάς, αλλ’ απλώς εδήλωσαν ότι την κατάληψιν των μερών εκείνων θεωρούσιν ως αποτελούσαν μέρος των πολεμικών επιχειρήσεων, άς ως ουδέτεροι δεν εννοούσι να παρακωλύσωσι. Και η μεν Αυλών δεν θα έμενε βεβαίως μετά την ειρήνην εις την Ελλάδα, θα είχεν όμως αύτη βάσιν τινά όπως απαιτήση την χερσόνησον της Γλώσσης, ήν βραδύτερον εζήτησεν εν Λονδίνω». (Σταματίου Αντωνοπούλου, ΑΙ ΣΥΝΘΗΚΑΙ ΛΟΝΔΙΝΟΥ, ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ και ΑΘΗΝΩΝ).
Η αναφορά γίνεται για τις προφορικές επίσημες δηλώσεις των πρέσβεων της Ιταλίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας στις 22 Νοεμβρίου/5 Δεκεμβρίου 1912 προς τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών ότι «αι Δυνάμεις αύται, αίτινες ενεργούσιν όπως δημιουργηθή αυτόνομος Αλβανία, δεν είνε εις θέσιν να συναινέσωσιν (nicht in der Lage sein zuzustimmen) εις συσσωμάτωσιν τη Έλλάδι της Αυλώνος ή της νήσου Σάσωνος». Από την Αυστριακή Διπλωματική Βίβλο. Μετά από 4 ημέρες και ο πρέσβης της Γερμανίας δήλωσε στην ελληνική κυβέρνηση ότι συμφωνεί με τις δηλώσεις των άλλων δύο δυνάμεων της Τριπλής Συμμαχίας.

Αλλά και η στάση του Βενιζέλου στο Λονδίνο και η ενδοτικότητά του απέναντι στις βουλγαρικές αξιώσεις προβλημάτισε έγκυρους μελετητές και επαγγελματίες διπλωμάτες γιατί  υπήρξε τουλάχιστον περίεργη.

 «Εις το Λονδίνον, ο Βενιζέλος, ευρισκόμενος ενώπιον των υπερφίαλων αξιώσεων του Δάνεφ, επεδείκνυε διαλλακτικότητα, αναγνωρισθείσαν εκ των υστέρων και υπό πολλών Βουλγάρων, ως λ.χ. υπό του Γκέσωφ και, βραδύτερον υπό του Μορφώφ εις την Συνδιάσκεψιν της Λωζάννης (συνεδρίασις 24ης Νοεμβρίου 1922). Δεν εδίστασε να υποστηρίξη τας Βουλγαρικάς αξιώσεις επί ολοκλήρου της Θράκης μέχρι της Ραιδεστού και εδέχθη να εγκαταλείψη την Ανατολικήν Μακεδονίαν. Εξήσκησεν, εξ άλλου, όλην την παρά τοις Σέρβοις επιρροήν του, ίνα ούτοι επιδείξουν ανάλογον πνεύμα συμφιλιώσεως, εις τρόπον ώστε, εάν η Βουλγαρία δεν είχε προκαλέσει τον β΄ Βαλκανικόν πόλεμον, θα ελάμβανεν εκ των εδαφών, των αποσπασθέντων από την Τουρκίαν, μερίδα μεγαλυτέραν εκείνης, η οποία θα περιήρχετο εις την Ελλάδα, την Σερβίαν και το Μαυροβούνιον συνολικώς». (Αλέξη Αδ. Κύρου, Οι Βαλκανικοί γείτονές μας).
Βεβαίως, όλα αυτά έχουν παρουσιαστεί και αναλυθεί με αδιάψευστα ντοκουμέντα στα βιβλία μας «Η γενοκτονία του Ελληνισμού της ανατολικής Μακεδονίας, κατά τη 2η βουλγαρική κατοχή 1916-1918», «Οι αρχιτέκτονες του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος», και «Μπάζιλ Ζαχάρωφ, Το σύστημα Ρότσιλντ και το Εβραϊκό Φυλακτό», των εκδόσεων Ερωδιός.