Translate

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

1907: ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ "ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΟΥ ΟΧΛΟΥ" ΠΡΟΣ "ΑΥΤΟΚΛΗΤΗ" ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ


«Αι αλύσεις των έκαμναν ένα ατελείωτο γκλου γκλου-γκλου…»

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com


Ο Έλληνας πρόξενος των Σερρών, από τον Οκτώβριο του 1906, Αντώνιος Σακτούρης, έζησε εφιαλτικές στιγμές μετά τα γεγονότα της 14ης Ιουλίου 1907 στη συνοικία Καμενίκια της πόλης των Σερρών και στο χωριό Δοβίστα, τη γενέτειρα του ήρωα της επανάστασης του 1821 στη Μακεδονία, Εμμανουήλ Παπά. Τα αντάρτικα σώματα του καπετάν Μητρούση και του Ανδρέα Μακούλη συγκρούστηκαν με τον τουρκικό στρατό και τη χωροφυλακή και αποδεκατίστηκαν.
Έγραψε ο Σακτούρης στα απομνημονεύματά του:
 « Όχι πολύ μετά, (σ.σ.: από μία συνάντησή του με τον στρατιωτικό διοικητή της 9ης μεραρχίας και έμπιστο του σουλτάνο Αβδούλ Χαμήτ, Ιμπραήμ πασά), οι Τούρκοι προέβησαν εις αθρόας συλλήψεις των ομογενών κατοίκων των παρά τας Σέρρας Ελληνικωτάτων χωρίων, Νταρνακοχωρίων. Η δίωξις ήτο αγριοτάτη. Εις πλέον των 150 ανήλθον οι συλληφθέντες. Και μεταξύ αυτών ήσαν οι πρόκριτοι, οι οποίοι υπεβλήθησαν εις φρικώδη βασανιστήρια δια να μαρτυρήσουν. Συνηθεστάτη μέθοδος ήτο να υποχρεώνωνται οι κρατούμενοι να μένουν όρθιοι. Δύο φρουροί όπισθέν των είχον εντολήν να μη τους επιτρέπουν να καθήσουν. Ευθύς ως εξηντλούντο και έπιπτον κάτω, καθ’ ό και νήστεις, οι φρουροί τους ελόγχιζαν, εξαναγκάζοντες να εγερθούν. Ολόκληρος η περιφέρεια υπεβλήθη εις μαρτύρια και ενομίσαμεν ότι ολόκληρος ή εκεί οργάνωσις της αμύνης εξηφανίσθη.
Ηναγκάσθην να μεταβώ εις Θεσσαλονίκην. Εζήτησα ακρόασιν παρά τω Χιλμή πασά και διεμαρτυρήθειν εντόνως δια τας αγριότητας κατά των ομογενών κατοίκων. Ο ευφυέστατος και εξαιρετικός αυτός Τούρκος (εκ Μυτιλήνης), με ηρεμίαν καταπληκτικήν και υπομειδιών μου είπεν:
-   Αϊ, Κύριε Σακτούρη, τα μεγάλα ζητήματα, απαιτούν μεγάλας θυσίας. (Les grandes causes demandent de grandes sacrifices). Πως θέλετε να πάρετε την Μακεδονίαν, χωρίς θυσίας;
Μου υπεσχέθη ούχ ήττον να εξετάση τα συμβάντα.
Μετ’ ολίγας ημέρας ήλθον εις Σέρρας, περιοδεύοντες ανά την Μακεδονίαν, οι αείμνηστοι Γούναρης και Πρωτοπαπαδάκης. Η έκρυθμος και επικίνδυνος κατάστασις τους ηνάγκασε να περιορισθούν εις επίσκεψιν του Διοικητού. Αλλά πληροφορηθέντες ότι την ημέραν εκείνη επρόκειτο ν’ αποσταλούν εις Θεσσαλονίκην 127 από τους συλληφθέντας ομογενείς δια να δικαστούν εις το εκεί Στρατοδικείον, με συνώδευσαν εις τον σιδ. Σταθμόν, όπου οι ατυχείς κατηγορούμενοι, αλυσσόδετοι, συνωστίζοντο επί του εδάφους.
Η εμφάνισις του Προξένου της Ελλάδος, ερχομένου να τους ενθαρρύνη, τους έκαμε να ορθωθούν και να με χαιρετίσουν. Καθώς δε ήσαν αλυσσόδετοι και ηγείροντο και έτειναν τας χείρας, αι αλύσεις των έκαμναν ένα ατελείωτο γκλου γκλου-γκλού… Η σκηνή έκαμε βαθείαν αίσθησιν εις τον Γούναρην και Πρωτοπαπαδάκην. Εξέφρασαν τον θαυμασμόν των δια το ηρωϊκόν φρόνημα των ανθρώπων αυτών, στελλομένων πιθανότατα εις θάνατον. Τινές εξ αυτών φιλοπαιγμόνως μας είπαν: «Μας οδηγούν στο … νηπιαγωγείον. Να μας αξιώση ο Θεός και στο Πανεπιστήμιον»!…
Οι Γούναρης και ο Πρωτοπαπαδάκης, κατόπιν της σκηνής αυτής διέκοψαν την περιοδείαν των και επέστρεψαν εις Θεσσαλονίκην.»
Οι επιπτώσεις υπήρξαν ραγδαίες σε όλα τα επίπεδα. Ενημερώθηκαν οι πρεσβευτές των «Μεγάλων Δυνάμεων» στην Κωνσταντινούπολη και ζητήθηκε από τον Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα να προβεί σε αυστηρό διάβημα για την καταστολή της δράσης των Μακεδονικών σωμάτων. Ο Έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρος Κορομηλάς, μόλις πληροφορήθηκε για τις συμπλοκές στις Σέρρες και τη Δοβίστα μπήκε στη διπλωματική άμαξα και έφυγε για το Βόλο, ενώ ο πρόξενος των Σερρών Αντώνιος Σακτούρης έψαχνε τρόπους διαφυγής. Και δεν είχαν άδικο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 6ου Γραφείου της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, στην περιοχή των Σερρών και της Στρώμνιτσας στο ελληνικό δίκτυο άμυνας ήταν 143 οπλίτες και 270 άτομα επιμελητείας. Η Υψηλή Πύλη έπνεε τα μένεα γιατί κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις διαπιστώθηκε ότι πολλοί κάτοικοι των Δαρνακοχωρίων και της πόλης των Σερρών εμπλέκονταν στον Μακεδονικό Αγώνα. Μόνο από τη Δοβίστα συνελήφθησαν περισσότερα από 150 άτομα και άλλα 100 από τα γύρω χωριά με την κατηγορία της συμμετοχής ή της υπόθαλψης αντάρτικων ομάδων. Ήταν η πρώτη φορά που οι τουρκικές αρχές είχαν απτές αποδείξεις για την εμπλοκή σε τόσο μεγάλη κλίμακα του ελληνικού πληθυσμού.

Η ΔΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Στα μέσα του Νοεμβρίου του 1907, έγινε η μεγάλη δίκη στο έκτακτο δικαστήριο της Θεσσαλονίκης, το οποίο την εποχή εκείνη δίκαζε καθημερινά τέτοιες υποθέσεις, αλλά ποτέ άλλη φορά δεν είχαν παραπεμφθεί τόσα πολλά άτομα. Εκατόν τριάντα επτά άτομα, όλα από την περιφέρεια Σερρών, και από αυτούς οι 100 περίπου από τη Δοβίστα, παρέμειναν προφυλακισμένοι από τα μέσα Ιουλίου του 1907 και αντιμετώπισαν πολυετείς φυλακίσεις. Το γεγονός της δίκης είχε κινητοποιήσει τα ελληνικά προξενεία Σερρών και Θεσσαλονίκης, το υπουργείο Εξωτερικών, τον τύπο της εποχής, αλλά και τις ξένες προξενικές αρχές προς τις οποίες είχαν προσφύγει διακριτικά οι Έλληνες ιθύνοντες για άσκηση πιέσεων, ώστε να μην καταδικαστούν οι υπόδικοι.
Ο Σακτούρης αναφέρει, μεταξύ άλλων, σε έκθεσή του προς το υπουργείο Εξωτερικών:
«… Επειδή ο προδότης προσήπτεν εις το προξενείον πολλάς κατηγορίας, ψευδείς εννοείται, (σ.σ.:!!) και εκ της καταδίκης προσώπων τινών, ως τον κ. Παπάζογλου, εκτελών χρέη άμισθου διερμηνέως εν τω Προξενείω, θα ενοχοποιείτο τρόπον τινά το Προξενείον ως και η Μητρόπολις, διότι θα υπήρχεν ούτω δικαστική απόφασις αναγνωρίζουσα την ανάμιξιν ημών εις έργα επιλήψιμα, διά τούτο προσέφυγα εις τον εν Θεσσαλονίκη Γεν. Πρόξενον της Αυστρίας κ. Para, μεθ’ ού συνδέομαι δια φιλίας από της εποχής της εν Σκοπίοις υπηρεσίας ημών, και παρακάλεσα αυτόν, όλως ατομικώς και φιλικώς, ίνα εξασκήση όπου δεί την επιρροήν του προς δικαίαν και αμερόληπτον εκδίκασιν της υποθέσεως. Παρέστησα εις αυτόν, και τον έπεισα δια γεγονότων, ότι αι ενταύθα αρχαί και ιδιαιτέρως ο Στρατάρχης μεγάλας καταβάλλουσιν ενεργείας προς καταδίκην των κατηγορουμένων, ίνα ούτω εμμέσως και εμέ ενοχοποιήσωσι. Ο κ. Para και λόγω της μετ’ εμού φιλίας, αλλά και διότι ουδεμίαν παραλείπει ευκαιρίαν, ίνα αφ’ ενός μεν παρίσταται ημίν ευχάριστος, αφ’ ετέρου δε καλλιεργεί την αυστριακήν επιρροήν, και του οποίου το προσωπικόν γόητρον και η επιβολή καθ’ άπαντα σχεδόν τον Μακεδονικόν πληθυσμόν κατέστη τω όντι σπουδαία, εδείχθη προθυμότατος και μετά πολλού ενδιαφέροντος, ειλικρινούς νομίζω, κατέβαλε μεγίστας ενεργείας προς επίτευξιν της αθωώσεως τοσούτων ομογενών …»
Στα φύλλα του «Φάρου της Θεσσαλονίκης» της 15ης και 17ης Νοεμβρίου 1907, τα οποία βρίσκονται στην κεντρική βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης δεν αναφέρεται τίποτα για τη δίκη αυτή. Είναι ακριβώς οι ημέρες, που αναμένεται η απόφαση του δικαστηρίου, καθώς στις 20 Νοεμβρίου 1907 ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης, Φίλιππος Κοντογούρης, στέλνει με εμπιστευτικό πρωτόκολλο προς το υπουργείο των Εξωτερικών το παρακάτω έγγραφο:
«Εκ των συνεπεία καταγγελιών του γνωστού προδότου Θεοδοσίου συλληφθέντων προ καιρού υπό των αρχών και παραπεμφθέντων ενώπιον του Εκτάκτου Δικαστηρίου 137 ημετέρων, πάντων εκ της περιφερείας Σερρών, οι πλείστοι, ήτοι 128, ηθωώθησαν μέχρι σήμερον, πέντε κατεδικάσθησαν και τέσσαρες εισίν ακόμη υπόδικοι.
Το ευχάριστον τούτο αποτέλεσμα οφείλεται εις το ότι ευτυχώς δεν υπήρξαν άλλαι ενδείξεις εκτός της καταθέσεως του Θεοδοσίου. Το Δικαστήριον μη δυνάμενον να βασίση την απόφασίν του μόνον επί καταθέσεως πρώην κομιτατζή ή αντάρτου (συμφώνως προς καθιερωθείσαν αρχήν η εφήρμοσεν εν άλλαις δίκαις – δίκη Κιατίπωφ εξ Ανω Βροντούς, Στογιάν εκ Σερρών κτλ.) ηναγκάσθη ν’ αθωώση πάντας τους κατηγορουμένους, πλην πέντε εκ Δοβίστης, ων η ενοχή απεδείχθη και εξ άλλων πραγματικών γεγονότων επιβεβαιωσάντων την μαρτυρίαν του Θεοδοσίου. Βεβαίως πάσαι οι καταθέσεις του Θεοδοσίου ήσαν ακριβείς (σ.σ.!!) και οι παραπεμφθέντες είχον πράγματι υποθάλψει τα ελληνικά σώματα και συνδράμει αυτά διαφοροτρόπως, πλην ελαχίστων εξ αυτών. Ούχ ήττον καλόν θα ήτο να εξαρθή το άδικον των αθρόων συλλήψεων, εις ας αι αρχαί Σερρών …(δυσανάγνωση σειρά) … μόνον διότι κατήγγειλεν αυτούς εις φρενοβλαβής και εκπεφυλισμένος κακούργος, χάριν του οποίου υπερεκατόν οικογένειαι έμειναν άνευ άρτου.
Αντίγραφον του παρόντος υποβάλλω τη εν Κωνσταντινουπόλει Β. Πρεσβεία».
Η ιδέα να παρουσιαστεί ο Θεοδόσης Μπουμπούμης, (επιζών αντάρτης από την ομάδα του Μακούλη), ως φρενοβλαβής είχε προταθεί από τις πρώτες ημέρες μετά τη μάχη της Δοβίστας, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να γλιτώσουν οι συλληφθέντες από βαριές ποινές. Ο Θεοδόσης έπαιξε το παιχνίδι του τρελού στο δικαστήριο, και οι περισσότεροι αθωώθηκαν γιατί το δικαστήριο δεν μπορούσε να βασισθεί μόνο στην κατάθεση ενός αντάρτη και μάλιστα …φρενοβλαβή. Ο Σακτούρης από την πλευρά του έστειλε το υπ’ αριθμ. πρωτ. 544/26 Νοεμβρίου 1907 έγγραφο, όπου ανέφερε λεπτομερώς και κατά περιοχή τους συλληφθέντες, τους αθωωθέντες και τους καταδικασθέντες μετά τα γεγονότα στα Καμενίκια και τη Δοβίστα.
Αυτά και άλλα πολλά, για την εποποιία του Μακεδονικού Αγώνα στην ανατολική Μακεδονία, στο βιβλίο μας «Η μάχη της Δοβίστας» των εκδόσεων Ερωδιός.

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

1903: ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΕ ΤΣΙΠΡΑ ΚΑΙ ΚΟΤΖΙΑ


Τώρα που ψάχνουν «γαμπρό» για την όμορφη νύφη της «Μακεδονίας»!


(Ερώτηση: Τα παιδιά θα πάρουν το επίθετο του μπαμπά ή της μαμάς, ή θα καταλήξουμε σε μονογονεϊκή οικογένεια;)

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com



Την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, επιτετραμμένος των Η.Π.Α. στην Αθήνα ήταν ο John B. Jackson, με πρώτο αναπληρωτή τον Charley S. Wilson. Ο επιτετραμμένος έφερε τον τίτλο του «Πληρεξουσίου Πρέσβεως» και η δικαιοδοσία του κάλυπτε σχεδόν το σύνολο του βαλκανικού χώρου. Οι Η.Π.Α. είχαν ιδρύσει προξενείο στην Αθήνα το 1837, με πρώτο πρόξενο έναν ομογενή της Βοστώνης, τον Γεώργιο Α. Περδικάρη, ο οποίος σύμφωνα με τα διπλωματικά έγγραφα παρέμεινε στη θέση του για σχεδόν τρεις δεκαετίες!
Τα στοιχεία αυτά τα αντλούμε από μία ενδιαφέρουσα, και συνάμα επίκαιρη λόγω των εξελίξεων στο «σκοπιανό», έκδοση του 1974 της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με τίτλο «Πληροφορίαι περί Μακεδονίας εκ των Αμερικανικών Αρχείων – (Αναφοραί Προξένων)», του Δημητρίου Γ. Σερεμέτη. Εκτός του γενικότερου ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν τα αμερικανικά έγγραφα, από ιδρύσεως του προξενείου στην Αθήνα μέχρι και την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνεται σε αυτά και ένα υπόμνημα του Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου, με έδρα την Αθήνα, και με ημερομηνία 17 Απριλίου 1903, προς τους υπουργούς των Μεγάλων Δυνάμεων, συνταχθέν στα γαλλικά. Ο αμερικανός διπλωμάτης θεώρησε σκόπιμο να αποστείλει στη υπηρεσία του στις Η.Π.Α., μαζί με την αναφορά του, και το πρωτότυπο του υπομνήματος.
Πρόεδρος του Συλλόγου ήταν ο ιατρός Θεοχάρης Χ. Γερογιάννης και γενικός γραμματέας ο Στέφανος Μανδρίνος με εγγεγραμμένα μέλη καταγόμενους από όλες της περιοχές της Μακεδονίας. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά για το υπόμνημα ο Σερεμέτης: «κατά περιεχόμενον δε είναι υπέροχον, διότι ίσως είναι από τα ολίγα κείμενα, τα οποία περιλαμβάνουν τόσας περιεκτικάς σκέψεις επί πελωρίου τότε εθνικού θέματος».
Ο Σερεμέτης είχε την πρόνοια να φωτογραφήσει όχι μόνο το δισέλιδο υπόμνημα (στα γαλλικά), αλλά και την αναφορά του Jackson, με την οποία το διαβιβάζει στην αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, που βεβαίως είναι στα αγγλικά. Έτσι, λοιπόν, όχι μόνο διέσωσε τη σχετική πληροφορία αλλά τεκμηρίωσε με απόλυτο τρόπο την ύπαρξη του υπομνήματος, και δικαιώνει όσους ερευνητές δεν κατανοούν τους λόγους, (όπως ο υποφαινόμενος), που πολλές φορές απαιτείται «ειδική» άδεια για τη δημοσίευση τέτοιων ντοκουμέντων.
Στο διαβιβαστικό αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής: «Δεν αποδίδεται κάποια ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό το Σύλλογο ή στο υπόμνημά του – και τουλάχιστον ένας από τους συναδέλφους μου προτίθεται να το προωθήσει στην κυβέρνησή του – αν και χωρίς αμφιβολία περιέχει πολλά τα οποία είναι αληθή. Ιστορικά, όλοι οι χριστιανοί στη Μακεδονία θεωρούνταν “Έλληνες” συγκριτικά μέχρι πριν από ένα σύντομο χρονικό διάστημα, και η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός ακόμη διατηρούν αόριστες ελπίδες για την ενδεχόμενη αναβίωση του πρότερου μεγαλείου και για την προσάρτηση του συνόλου της αμφισβητούμενης περιοχής. Αισθάνονται, παρά ταύτα, ότι τίποτα δεν είναι πιθανό να κερδηθεί με την επιτυχία οποιασδήποτε εξέγερσης υπό βουλγαρική αιγίδα και προφανώς αυτό το συναίσθημα το μοιράζονται και οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων και αυτοί οι ίδιοι οι Μακεδόνες».

Στο υπόμνημα αναφέρεται ότι σκοπός του Συλλόγου είναι η προάσπιση με όλα τα νόμιμα μέσα της ακεραιότητας της πατρίδας τους, η οποία υπήρξε εις το διηνεκές τμήμα του ελληνικού έθνους. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι ο Σύλλογος ουδέποτε θα επιτρέψει τη διαίρεση της Μακεδονίας σε ζώνες επιρροής ή άλλες ενέργειες που θα μπορούσαν να καταστρέψουν την ενότητά της.
«Αυτή η ενότητα υπάρχει πραγματικά, παρά τις διαφορές στα γλωσσικά ιδιώματα από λέξεις διαφόρων γλωσσών, που δεν αποδεικνύουν διαφορετική καταγωγή. Διότι, στην ουσία, τα εθνικά στοιχεία που αναμείχθηκαν με το ελληνικό στοιχείο δεν έχουν αλλοιώσει τον χαρακτήρα της φυλής… Τη στιγμή, κατά την οποία έθνη χωρίς ιστορία, ή τα οποία τουλάχιστον δεν έχουν προσθέσει τίποτα στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος, δεν είναι ευχαριστημένα από την απελευθέρωσή τους της ξένης κυριαρχίας, υπό ισχυρών προστατών, έχουν προσαρτηθεί δι’ απάτης και δόλου σε άλλους πληθυσμούς, ως τους ελληνικούς της Ανατολικής Ρωμυλίας, είναι δυνατόν ν’ αμφισβητήσει κανείς στους Μακεδόνες την ενότητα της πατρίδας τους;
Υπό τον Μέγα Αλέξανδρο και τους διαδόχους του, από τη Μακεδονία διαδόθηκε ο ελληνισμός, ο οποίος έκανε να ακτινοβολήσει τον ελληνικό πολιτισμό σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο και άνοιξε τους ορίζοντες στους σύγχρονους πολιτισμούς. Έκτοτε είχε τη δύναμη και το σθένος να διατηρήσει εν μέσω των πλέον οδυνηρών μεταπτώσεων, κατά τη διαδρομή των αιώνων, και το όνομά της και τον ελληνικό χαρακτήρα της. Εάν με τους διαφόρους αυτούς τίτλους της είχε δικαίωμα μίας καλύτερης τύχης, θα ήταν δίκαιο αυτό το όνομα της Μακεδονίας να σβηστεί δια παντός από τον χάρτη της Ευρώπης δια να ικανοποιηθούν αι αδικαιολόγητοι φιλοδοξίες λαών, οι οποίοι της είναι ξένοι;».
Ερωτάται, λοιπόν, το εν vertigo ευρισκόμενο, πολιτικό (και άλλο) προσωπικό του «εθνομηδενισμού»: «Θα ήταν δίκαιο αυτό το όνομα της Μακεδονίας να σβηστεί δια παντός από τον χάρτη της Ευρώπης δια να ικανοποιηθούν οι αδικαιολόγητες φιλοδοξίες λαών, οι οποίοι της είναι ξένοι;». Διότι, τι είδους μετατοπιζόμενη γεωγραφικά Μακεδονία θα είναι αυτή, η οποία δεν θα είναι φορέας του ελληνικού πολιτισμού και δεν θα ομιλεί την αρχαιομάνα ελληνική γλώσσα, την οποία η Μακεδονία διέδωσε στα πέρατα της Οικουμένης;

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ


Με αφορμή την 105η επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης.
Τα διπλωματικά παρασκήνια της διάσκεψης του Λονδίνου.

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com



Τον Νοέμβριο του 1912, αποφασίστηκε να συγκληθεί στο Λονδίνο διάσκεψη των Μεγάλων Δυνάμεων για την επίλυση των ζητημάτων που προέκυπταν από τον γενικευμένο 1ο βαλκανικό πόλεμο της «Συμμαχίας» Βουλγαρίας, Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου εναντίον της Τουρκίας. Στις 26 του ιδίου μήνα υιοθετήθηκε πρόταση της γαλλικής πλευράς να κληθούν στη Διάσκεψη και αντιπρόσωποι των εμπολέμων, έστω και με συμβουλευτική ιδιότητα ή με την ιδιότητα του παρατηρητή.
Την εποχή εκείνη, αυτή η γαλλική πρόταση θεωρήθηκε τολμηρή καινοτομία, καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις έδειχναν ότι άρχισαν να υπολογίζουν και τη γνώμη των εμπολέμων στη Βαλκανική, που δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί ως κρατικές οντότητες. Στην πραγματικότητα είχαν συγκληθεί δύο διασκέψεις, των Μεγάλων Δυνάμεων και των εμπολέμων. Για την Ιστορία, η διπλή διάσκεψη φιλοξενήθηκε στο ανάκτορο Σεντ Τζέιμς του Λονδίνου. Στην ελληνική αντιπροσωπεία συμμετείχαν οι Βενιζέλος, Σκουλούδης, Γεννάδιος, Στρέιτ, Πολίτης.
Η Βουλγαρία είχε ρίξει το βάρος των επιθετικών της ενεργειών εναντίον της Τουρκίας στο μέτωπο της Τσατάλτζα, μόλις 50 χιλιόμετρα έξω από την Πόλη. Ο Φερδινάνδος ονειρευόταν θριαμβική είσοδο στην Αγιά Σοφιά(!). Η αμυντική γραμμή της Τουρκίας ήταν όμως αδιαπέραστη καθώς είχε οργανωθεί από Γερμανούς αξιωματικούς με μονάδες βαρέως πυροβολικού. Στις 3 Δεκεμβρίου (ν.η.), η αποκαμωμένη Βουλγαρία υπέγραψε χωριστή δίμηνη ανακωχή με τους Τούρκους, χωρίς να ενημερώσει την Ελλάδα, επειδή ήδη προετοίμαζε επίθεση εναντίον της.
Η Ελλάδα δεν υπέγραψε ανακωχή με την Τουρκία, καθώς το Γενικό Επιτελείο Στρατού – εκτός από την επίκληση και άλλων στρατηγικών λόγων - επέμενε ότι ήταν ακόμη δυνατή η πτώση των οχυρών του Μπιζανίου, που θα άνοιγε το δρόμο για τα Ιωάννινα. Στις 16 Δεκεμβρίου, και ενώ είχαν αρχίσει οι διαβουλεύσεις, η Ελλάδα συνέχιζε την προσπάθεια για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ο Μεταξάς ήταν απόλυτος. Το Μπιζάνι θα έπεφτε!
«Ωστόσο, στα πολύωρα διαλείμματα διεξάγονταν ιδιαίτερες συζητήσεις. Ο Βενιζέλος κατέβαλε τις μεγαλύτερες προσπάθειες για να συμβιβαστούν οι ελληνικές με τις βουλγαρικές απόψεις. Ακολούθησαν επανειλημμένες συναντήσεις με το Βούλγαρο αντιπρόσωπο Ντάνεφ. Κάποια στιγμή η ελληνική αποστολή, που διέμενε στο ξενοδοχείο Κλάριτζ, συγκλονίστηκε πληροφορούμενη ότι ο Βενιζέλος ήταν πρόθυμος να δεχτεί προώθηση των βουλγαρικών συνόρων σε απόσταση δεκατεσσάρων χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη(!) με τι σκέψη ότι φέρνοντας τη Βουλγαρία μέσα στη Μακεδονία θα εδραίωνε τη βαλκανική συμμαχία. Καθαρό κυνήγι σκιάς!». (Εντουάρ Ντριό, Ελλάδα και πρώτος παγκόσμιος πόλεμος).
Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων έγινε φανερό ότι υπήρχαν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των εμπολέμων και των Μεγάλων Δυνάμεων που τους υποστήριζαν. Στις 17 Ιανουαρίου του 1913 οι «Μεγάλοι» στέλνουν τελεσίγραφο στην Τουρκία και της ζητούν να αποχωρήσει από όλες τις περιοχές δυτικά από την Αδριανούπολη και από τα νησιά του Αιγαίου, χωρίς να προσδιορίζεται σε ποια χώρα θα κατέληγαν αυτές οι περιοχές. Στις 22 του μηνός, η κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη δείχνει να υποχωρεί και την επομένη ο νεότουρκος ντονμές Εμβέρ μπέης ανατρέπει την κυβέρνηση σκοτώνοντας εν ψυχρώ τον υπουργό των Στρατιωτικών Νιαζίμ πασά!
Όταν στις 3 Φεβρουαρίου έληξε η δίμηνη ανακωχή μεταξύ της Τουρκίας και των τριών υπολοίπων, πλην Ελλάδος, οι εχθροπραξίες αρχίζουν και πάλι με κυριότερο θέρετρο του πολέμου την εκ νέου επίθεση της Βουλγαρίας στο μέτωπο της Τσατάλτζα. Αυτή τη φορά οι Βούλγαροι παθαίνουν πανωλεθρία. Χάνουν, σχεδόν, το ήμισυ του στρατού τους σε νεκρούς και τραυματίες. Η Κωνσταντινούπολη είναι περικυκλωμένη αλλά ο βουλγαρικός στρατός δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα παραπάνω. Τότε είναι που το βουλγαρικό επιτελείο καταλαβαίνει ότι κινδυνεύει να χάσει και τη Μακεδονία, και μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης, τον Μάρτιο του 1913, αρχίζει να μεταφέρει μεραρχίες προς τη Θεσσαλονίκη.
Οι αρχικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στην Ήπειρο για την κατάληψη των οχυρών του Μπιζανίου δεν στέφθηκαν από επιτυχία. Μάλιστα προκάλεσαν οδυνηρές απώλειες στις τάξεις του στρατού. Στις αρχές του Ιανουαρίου 1913, ο Βίκτωρ Δούσμανης, επιτελικός του Κωνσταντίνου, καλεί τον Ιωάννη Μεταξά να επιστρέψει από το Λονδίνο. Η αποστολή του Μεταξά ήταν να πείσει τον Βενιζέλο να μην υπογράψει η Ελλάδα ανακωχή μέχρι να πέσει το Μπιζάνι. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη στρατιά Ηπείρου. Στις 8 Φεβρουαρίου, παρουσία και του Ελευθερίου Βενιζέλου στο μέτωπο, ο Ιωάννης Μεταξάς εκπόνησε το σχέδιο για την τελική επίθεση.
Το στρατηγείο Ηπείρου διέθετε εκείνη την περίοδο 105 συνολικά πυροβόλα πεδινού και ορειβατικού πυροβολικού. Στις αρχές Φεβρουαρίου είχαν συγκεντρωθεί 54.000 βλήματα, δηλαδή σε κάθε πυροβόλο αντιστοιχούσαν 515 βολές. Το σφυροκόπημα των τουρκικών θέσεων υπήρξε ανελέητο τόσο στους σταθερούς στόχους όσο και στις κινήσεις των τουρκικών μονάδων.

Σημαντικό ρόλο στην ευόδωση των προσπαθειών για την απελευθέρωση της πρωτεύουσας της Ηπείρου έπαιξαν δύο ευζωνικά τάγματα υπό τους Ιωάννη Βελισσαρίου και Γεώργιο Ιατρίδη, οι οποίοι παρακάμπτοντας μία σειρά από τουρκικές οχυρώσεις, και καταστρέφοντας τις τηλεφωνικές γραμμές, βρέθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου 1913 στις παρυφές της πόλης. Η εμφάνιση των δύο ευζωνικών ταγμάτων έκανε τον Εσάτ πασά να πιστέψει ότι ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει τα οχυρά και τώρα βρισκόταν έτοιμος να μπει στα Ιωάννινα. Στις 21 Φεβρουαρίου υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης από τους τότε λοχαγούς Ιωάννη Μεταξά και Ξενοφώντα Στρατηγό και τον Βεχήπ μπέη.
«Η επιτυχία αυτή έγινε δεκτή με ασύνορο ενθουσιασμό από ολόκληρο τον ελληνισμό. Μετά τη Θεσσαλονίκη το όνομα του Κωνσταντίνου εκτοξεύτηκε σε νέα ύψη δόξας. Γιατί η Ήπειρος είναι ένα είδος λίκνου της ελληνικής φυλής, στην οποία χάρισε μερικούς από τους γενναιότερους ηγέτες της. Και όλοι οι Έλληνες την έχουν στην καρδιά τους, περισσότερο και από την ίδια την Πόλη». (Εντουάρ Ντριό).
Τις ημέρες εκείνες απασχόλησε την ελληνική βουλή και τον Τύπο, η εντολή του Βενιζέλου να σταματήσει η προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Αυλώνα, επειδή όπως ανέφερε ο Έλληνας πρωθυπουργός, φοβήθηκε στρατιωτική επέμβαση της Ιταλίας.
«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τηλεγράφημά του προς τον Κωνσταντίνο, την 1η Μαρτίου 1913, όριζε τη γραμμή, πέρα από την οποία δεν θα έπρεπε να προελάσει ο ελληνικός στρατός προς τα βόρεια. Η γραμμή αυτή, που αντιπροσώπευε το όριο των ελληνικών εδαφικών απαιτήσεων στην περιοχή της Ηπείρου, περνούσε βόρεια από το Τεπελένι, το Δαγκλή – Νταγκ και το Παναρέτι και κατέληγε στη Μοσχόπολη. Με άλλο τηλεγράφημα, στις 2 Μαρτίου, ο πρωθυπουργός απαγόρευε ρητά την κατάληψη της Αυλώνας, για την οποία είχε εκδηλωθεί έντονο ιταλικό ενδιαφέρον. Στις 5 Μαρτίου, με τηλεγράφημα και πάλι του Βενιζέλου, αναγγέλθηκε στο στρατηγείο η δολοφονία του Γεωργίου. Ο Κωνσταντίνος αναχώρησε την επομένη για την Αθήνα». (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄).
Ήταν μία από τις γνωστές «παρεμβάσεις» του στην επέλαση του ελληνικού στρατού, οι οποίες σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως, με κυριότερη εκείνη πριν την επέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Σόφια, μετά τη συντριβή του βουλγαρικού στρατού στον 2ο βαλκανικό πόλεμο. Βεβαίως, δεν υπήρχε περίπτωση να ενσωματωθεί η Αυλώνα στην ελληνική επικράτεια λόγω της επικείμενης αυτονόμησης της Αλβανίας, αλλά θα αποτελούσε ένα ισχυρό διαπραγματευτικό ατού κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων της διάσκεψης του Λονδίνου.
«Εκ του ηπίου χαρακτήρος των δηλώσεων τούτων εξάγεται ότι, εάν η Ελλάς κατελάμβανε την Αυλώνα, ούτε η Ιταλία, ούτε η Αυστρία θα εκινούντο στρατιωτικώς κατ’ αυτής. Στρατιωτικώς δεν εκινήθησαν αι Δυνάμεις αύται ούτε κατά της Σερβίας, ότε κατέλαβε το Δυρράχιον και άλλας Αλβανικάς ακτάς, αλλ’ απλώς εδήλωσαν ότι την κατάληψιν των μερών εκείνων θεωρούσιν ως αποτελούσαν μέρος των πολεμικών επιχειρήσεων, άς ως ουδέτεροι δεν εννοούσι να παρακωλύσωσι. Και η μεν Αυλών δεν θα έμενε βεβαίως μετά την ειρήνην εις την Ελλάδα, θα είχεν όμως αύτη βάσιν τινά όπως απαιτήση την χερσόνησον της Γλώσσης, ήν βραδύτερον εζήτησεν εν Λονδίνω». (Σταματίου Αντωνοπούλου, ΑΙ ΣΥΝΘΗΚΑΙ ΛΟΝΔΙΝΟΥ, ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ και ΑΘΗΝΩΝ).
Η αναφορά γίνεται για τις προφορικές επίσημες δηλώσεις των πρέσβεων της Ιταλίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας στις 22 Νοεμβρίου/5 Δεκεμβρίου 1912 προς τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών ότι «αι Δυνάμεις αύται, αίτινες ενεργούσιν όπως δημιουργηθή αυτόνομος Αλβανία, δεν είνε εις θέσιν να συναινέσωσιν (nicht in der Lage sein zuzustimmen) εις συσσωμάτωσιν τη Έλλάδι της Αυλώνος ή της νήσου Σάσωνος». Από την Αυστριακή Διπλωματική Βίβλο. Μετά από 4 ημέρες και ο πρέσβης της Γερμανίας δήλωσε στην ελληνική κυβέρνηση ότι συμφωνεί με τις δηλώσεις των άλλων δύο δυνάμεων της Τριπλής Συμμαχίας.

Αλλά και η στάση του Βενιζέλου στο Λονδίνο και η ενδοτικότητά του απέναντι στις βουλγαρικές αξιώσεις προβλημάτισε έγκυρους μελετητές και επαγγελματίες διπλωμάτες γιατί  υπήρξε τουλάχιστον περίεργη.

 «Εις το Λονδίνον, ο Βενιζέλος, ευρισκόμενος ενώπιον των υπερφίαλων αξιώσεων του Δάνεφ, επεδείκνυε διαλλακτικότητα, αναγνωρισθείσαν εκ των υστέρων και υπό πολλών Βουλγάρων, ως λ.χ. υπό του Γκέσωφ και, βραδύτερον υπό του Μορφώφ εις την Συνδιάσκεψιν της Λωζάννης (συνεδρίασις 24ης Νοεμβρίου 1922). Δεν εδίστασε να υποστηρίξη τας Βουλγαρικάς αξιώσεις επί ολοκλήρου της Θράκης μέχρι της Ραιδεστού και εδέχθη να εγκαταλείψη την Ανατολικήν Μακεδονίαν. Εξήσκησεν, εξ άλλου, όλην την παρά τοις Σέρβοις επιρροήν του, ίνα ούτοι επιδείξουν ανάλογον πνεύμα συμφιλιώσεως, εις τρόπον ώστε, εάν η Βουλγαρία δεν είχε προκαλέσει τον β΄ Βαλκανικόν πόλεμον, θα ελάμβανεν εκ των εδαφών, των αποσπασθέντων από την Τουρκίαν, μερίδα μεγαλυτέραν εκείνης, η οποία θα περιήρχετο εις την Ελλάδα, την Σερβίαν και το Μαυροβούνιον συνολικώς». (Αλέξη Αδ. Κύρου, Οι Βαλκανικοί γείτονές μας).
Βεβαίως, όλα αυτά έχουν παρουσιαστεί και αναλυθεί με αδιάψευστα ντοκουμέντα στα βιβλία μας «Η γενοκτονία του Ελληνισμού της ανατολικής Μακεδονίας, κατά τη 2η βουλγαρική κατοχή 1916-1918», «Οι αρχιτέκτονες του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος», και «Μπάζιλ Ζαχάρωφ, Το σύστημα Ρότσιλντ και το Εβραϊκό Φυλακτό», των εκδόσεων Ερωδιός.


Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΜΠΑΖΙΛ ΖΑΧΑΡΩΦ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ



 «Μπάζιλ Ζαχάρωφ, Το Σύστημα Ρότσιλντ και το Εβραϊκό Φυλακτό».

Η πρώτη κλειστή παρουσίαση έγινε στις 25 Ιανουαρίου στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ για τους φιλίστορες πελάτες του.
Ήδη διοργανώνεται η επίσημη παρουσίαση του βιβλίου σε κεντρική αίθουσα στη Θεσσαλονίκη.





Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com

Όταν κυκλοφόρησε, το 1935, η πρώτη έκδοση του βιβλίου του Ρόμπερτ Νόυμαν για τον Μπάζιλ Ζαχάρωφ, ένας δημοσιογράφος της New York Post, ο Χέρσελ Μπρίκελ, έγραψε μία εκτενή βιβλιοκριτική αναφορά εκθειάζοντας την πραγματικά συναρπαστική, και κατά γενική ομολογία τεκμηριωμένη παρουσίαση όλων των μέχρι τότε γνωστών στοιχείων για τον διαβόητο έμπορο όπλων, ο οποίος διετέλεσε επί 30 χρόνια γενικός αντιπρόσωπος της Vickers, της μεγαλύτερης πολεμικής βιομηχανίας εκείνης της εποχής. Ο Μπρίκελ έγραψε μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Η πιο ακραία φανταστική και απίστευτη βιογραφία της εποχής μας γράφτηκε πάλι από τον Robert Neumann στο “Zaharoff, the Armaments King”, που είναι μακράν το καλύτερο βιβλίο για το θέμα αυτό στην αγγλική γλώσσα. Πραγματικά, δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση ανάμεσα στην προσεκτικά τεκμηριωμένη μελέτη, εξαντλητική στην ερευνητική της πτυχή και γραμμένη με τη δεξιοτεχνία ενός διακεκριμένου μυθιστοριογράφου, του Neumann, και στις περισσότερες ή λιγότερες δημοσιογραφικές βιογραφίες του μεγαλύτερου εμπόρου θανάτου στον κόσμο που έχουν ήδη εκδοθεί. Στο παρόν βιβλίο η αναφορά είναι τόσο πλήρης, όσο είναι δυνατόν να γίνει ποτέ στο παρόν ή στο μέλλον. Οι πιθανότητες είναι ότι δέκα χρόνια από τώρα θα υπάρχουν πολύ λιγότερα τεκμήρια από σήμερα, καθώς ο Ζαχάρωφ είναι ειδικός στο να καλύπτει τα ίχνη του. Έχοντας διαβάσει όλα όσα έχουν πέσει στα χέρια μου για αυτόν τον άνδρα, τελείωσα το βιβλίο του κ. Neumann αποκομίζοντας πολύ περισσότερες πληροφορίες από ποτέ, αλλά χωρίς να πειστώ καθόλου από την ύπαρξη αυτής της ίδιας της βιογραφίας. Διότι, παρά τη σκληρή δουλειά του συγγραφέα, την αξιόλογη αίσθηση δικαιοσύνης και τη δεξιοτεχνία του, τίποτα άλλο, εκτός από ένα αυστηρό ορθολογισμό, δεν με κρατά από το να πιστεύω ότι ο Σερ Μπάζιλ Ζαχάρωφ δεν είναι τίποτα άλλο από τον ίδιο τον διάβολο και καθόλου ανθρώπινο όν. Όμως, επειδή δεν πιστεύω στη δαιμονολογία αποδέχομαι την εκδοχή του Έλληνα τζέντλεμαν, ο οποίος τιμήθηκε από τόσες κυβερνήσεις ως μέλος της ίδιας ανθρώπινης φυλής από την οποία έκανε την καριέρα του».

Ο Μπρίκελ είχε πιάσει «τον ταύρο από τα κέρατα». Πράγματι, το βιβλίο του Νόυμαν ήταν μία εξαντλητική ερευνητική μελέτη. Μόνο που σήμερα έχουμε σαφώς περισσότερα στοιχεία για να συνθέσουμε το προφίλ ενός είδους ανθρώπου, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα ανήκε στη διεθνή ολιγαρχική ελίτ που όριζε τη μοίρα των λαών εκείνη την εποχή. Ο Γάλλος ερευνητής Ροζέ Μενεβέ, ο οποίος πρώτος ανέδειξε το ρόλο του Ζαχάρωφ στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ήταν απόλυτα πεπεισμένος γι’ αυτό. 
  
Δηλαδή, ο μυστικιστής υπερ-πράκτορας της Ιντέλλιτζενς Σέρβις δεν ήταν απλώς ένα στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών που εργαζόταν για την προώθηση των βρετανικών συμφερόντων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν ένα από τα μόλις λίγες δεκάδες όντα που κινούσαν τα νήματα των διεθνών εξελίξεων μέσα από τον εσωτερικό κύκλο της ομόκεντρης τετράκυκλης σχηματοποιημένης εικόνας του κόσμου, που επινόησε ο μυστικιστής φιλόσοφος εκείνης της εποχής Γεώργιος Γκουρτζίεφ. Οι τρείς κύκλοι ανήκαν στις μυστικές εταιρείες και μόνο ο εξωτερικός κύκλος ανήκε στην αποχαυνωμένη ανθρωπότητα τα μέλη της οποίας είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους! Πιστεύει κανείς ότι έχει αλλάξει τίποτα στις μέρες μας;
Ο Μπρίκελ έκανε και μία άλλη σημαντική επισήμανση. Μόνον ένας αυστηρός ορθολογισμός μας κρατά από το να πιστεύουμε ότι ο Μπάζιλ δεν ήταν μόνο ανθρώπινο ον. Ήταν και κάτι άλλο, και σ’ αυτή την πτυχή της «άλλης» φύσης του Ζαχάρωφ πολλές πληροφορίες αντλούμε από την εκτενέστατη αλληλογραφία του Ρενέ Γκενόν με τον Βασίλε Λοβινέσκου, δύο μυημένων στις μυστικές εταιρείες και στα πολυδαίδαλα αποκρυφιστικά μονοπάτια.
Βεβαίως, και εμείς σήμερα, είμαστε αναγκασμένοι να πούμε ότι δεν πιστεύουμε στη δαιμονολογία, αλλά δεν μπορούμε να αποδεχθούμε, ελαφρά τη καρδία, την επικρατούσα αρειμάνια άποψη της εγχώριας ακαδημαϊκής νομενκλατούρας ότι ο Μπάζιλ ήταν ένας αλητάκος ελληνικής καταγωγής που κατάφερε να γίνει από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, και που από υπερ-πατριωτισμό έσπρωξε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο απονενοημένο διάβημα της Μικράς Ασίας.
Αυτή την «αρειμάνια» λειτουργία του «Συστήματος», που επέζησε δύο παγκοσμίων πολέμων και δεκάδων περιφερειακών και τοπικών, περιέγραψε με σαρκαστικό τρόπο ο Galbraith:
«Στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το έχουν ονομάσει μερικές φορές Σύνδρομο Μπελμόντ. Είναι η επιθυμία πολλών μελών του καθηγητικού σώματος του Χάρβαρντ, με μεγάλη επαγγελματική φήμη, να πηγαίνουν από το σπίτι, τη γυναίκα, και τα χειρόγραφά τους σε ένα ανοιχτόκαρδο προάστιο, στο γραφείο, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και στην τάξη, χωρίς καμία ενόχληση ή φόβο που θα έχει προκληθεί από αμφισβήτηση, κριτική, ή έστω κάποια ανησυχαστική σκέψη. Αυτή η προτίμηση για τη βολή αποκλείει κάθε αποδεικτικό στοιχείο που θα έρχεται σε αντίθεση με την άνεσή τους. Το Σύνδρομο Μπελμόντ είναι ένα φυσικό και αναμφίβολα αβλαβές φαινόμενο. Η ακαδημαϊκή ζωή, σίγουρα δεν θα γινόταν καλύτερη αν όλα τα μέλη της είχαν μία κοινή παρόρμηση να συγκλονίσουν ή να αλλάξουν τον κόσμο. Κάποιος πρέπει να διδάξει αυτό που είναι κοινά πιστευτό».
Όσον αφορά στην ελληνική παράμετρο, τα αποδεσμευμένα αρχεία των βρετανικών υπηρεσιών ακυρώνουν το καθεστωτικό βενιζελικό αφήγημα των τελευταίων δεκαετιών. Στην πρώτη λοιπόν, στην ελληνική βιβλιογραφία, έκδοση για τον Μπάζιλ Ζαχάρωφ προσπαθήσαμε να κρατήσουμε την έρευνα σε ρεαλιστικά επίπεδα, κάτι που αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο, καθώς θα έπρεπε να κινηθούμε μέσα σ’ ένα σύστημα εξουσίας, δολοπλοκιών, μυστικισμού, χρηματισμών και μιας διαβολικής τάσης να τροφοδοτείται το χάλκινο άγαλμα του Μολώχ με εκατομμύρια ανθρώπινες σάρκες.