Translate

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

ΤΑ "ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΜΝΗΜΑΤΑ" ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ



1Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1955: Ο ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΕΟΚΑ 1955-1959

108 νεκροί Ηρωομάρτυρες
50 θύματα του Αγώνα
80 φονευθέντες από τους Τούρκους
1.000 αγωνιστές καταδικάστηκαν, οι 39 σε θάνατο.
3.300 πολιτικοί κρατούμενοι
23.000 Κύπριοι υπήρξαν μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων της ΕΟΚΑ, της ΠΕΚΑ και της ΑΝΕ.

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com

 



Κατά τον Φεβρουάριο του 1956, οι Βρετανικές κατοχικές αρχές άρχισαν να κατασκευάζουν εντός των κεντρικών φυλακών της Λευκωσίας ένα «εσωτερικό» κοιμητήριο με σκοπό να θάπτουν εκεί τους καταδικασθέντες σε διά απαγχονισμού θάνατο Κύπριους Αγωνιστές της ΕΟΚΑ, αλλά και όσους αγωνιστές έβρισκαν τον θάνατο στις συγκρούσεις με τις βρετανικές δυνάμεις. Ο λόγος ήταν προφανής. Οι Βρετανοί δεν ήθελαν να καταστήσουν, τους χώρους ταφής των Κύπριων ηρώων, τόπους προσκυνήματος. Ο χώρος ταφής των απαγχονιζόμενων ήταν μυστικός και στις εκτελέσεις παραβρίσκονταν μόνον Βρετανοί και Τουρκοκύπριοι δεσμοφύλακες.
Στα «φυλακισμένα μνήματα» των κεντρικών φυλακών της Λευκωσίας ρίχτηκαν οι σοροί των Μιχαλάκη Καραολή και Αντρέα Δημητρίου, που απαγχονίστηκαν μαζί στις 10.5.1956, των Χαρίλαου Μιχαήλ, Αντρέα Ζάκου και Ιάκωβου Πατάτσου, που απαγχονίστηκαν μαζί στις 9.8.1956, των Μιχαήλ Κουτσόφτα, Στέλιου Μαυρομμάτη και Αντρέα Παναγίδη, που απαγχονίστηκαν μαζί στις 21.9.1956 και του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχονίστηκε στις 14.3.1957. Στον ίδιο εσώκλειστο μυστικό χώρο ενταφιάστηκαν και άλλοι τέσσερις ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, ο Μάρκος Δράκος στις 18.1.1957, ο Γρηγόρης Αυξεντίου στις 3.3.1957, ο Στυλιανός Λένας στις 28.3.1957, και ο Κυριάκος Μάτσης στις 19.11.1958.
Οι 9 αγωνιστές που εκτελέστηκαν ήταν όλοι νέοι ηλικίας 19-24 ετών. Σε τέσσερις τάφους οι Βρετανοί έθαψαν, ανά δύο, οκτώ αγωνιστές. Τον Αντρέα Δημητρίου με τον Στυλιανό Λένα, τον Αντρέα Ζάκο με τον Κυριάκο Μάτση, τον Αντρέα Παναγίδη με τον Μιχαήλ Κουτσόφτα και τον Γρηγόρη Αυξεντίου με τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Κατά τη διάρκεια των εκτελέσεων και της ταφής των σορών, η διεύθυνση των φυλακών έδινε υποχρεωτική άδεια στους Έλληνες δεσμοφύλακες. Επίσης, σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά τη διάρκεια της ταφής οι δεσμοφύλακες έριχναν ασβέστη στις σορούς των νεκρών, ενώ η ανεύρεση σε αποθήκη, εντός των φυλακών, δεκάδων δοχείων με υδροχλωρικό οξύ τεκμηρίωσε τη μαρτυρία ότι οι αρχές των φυλακών έριχναν εντός των τάφων και υδροχλωρικό οξύ. 


Καθ’ όλη την περίοδο των 82 ετών της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο (1878-1960), ο διακαής πόθος των Κυπρίων υπήρξε η Ένωση με την Ελλάδα, και αυτός ήταν και ο αντικειμενικός σκοπός του Απελευθερωτικού Αγώνα των ηρώων της ΕΟΚΑ κατά την περίοδο 1955-1959. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος στην προσφώνησή του προς τον πρώτο Βρετανό Αρμοστή της Κύπρου Σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ ανέφερε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αποδεχόμαστε την μεταπολίτευσιν τοσούτω μάλλον καθ’ όσον έχομεν την πεποίθησιν ότι η Μεγάλη Βρεττανία θα βοηθήση την Κύπρον, ως έπραξε και περί των Ιονίων νήσων, να ενωθή με την μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται».
Όμως, όπως η Ελλάδα πέρασε απευθείας από την τουρκοκρατία στη βρετανοκρατία, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια τον Σεπτέμβριο του 1831, έτσι και η Κύπρος δόθηκε στους Άγγλους αποικιοκράτες ως αποτέλεσμα των παρασκηνιακών μεθοδεύσεων, με την Υψηλή Πύλη, στις συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου του 1878. Οι Κύπριοι δεν έπαυσαν ποτέ να ζητούν την Ένωση με την Ελλάδα, με πάνδημα συλλαλητήρια, με υπομνήματα αλλά και με εξεγέρσεις, όπως η μεγάλη εθνική εξέγερση του Οκτωβρίου 1931.
Κατά τα «Οκτωβριανά», ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς κάλεσε τους Έλληνες σε γενική ανυπακοή «προς τους άνομους νόμους» των αποικιοκρατών, και ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους. Η εξέγερση κατεστάλη με βία και αίμα. Άλλωστε οι στυγνοί Βρετανοί (και οι συν αυτοίς) αποικιοκράτες είχαν μακράν εμπειρία από βίαιη καταστολή εξεγέρσεων στις ανά τον κόσμο αποικίες τους. Ακολούθησε μία δεκαετής περίοδος, μέχρι την έναρξη του β΄ παγκοσμίου πολέμου, κατά την οποία καταργήθηκαν στην πράξη οι συνταγματικές ελευθερίες και οι διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων. Όλα αυτά τα χρόνια, οι Κύπριοι αντιμετώπισαν μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις, απελάσεις και καταπιεστικά μέτρα.
Αποκορύφωμα των δυναμικών κινητοποιήσεων του Κυπριακού Ελληνισμού υπήρξε το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950 που διεξήχθη, από 15 μέχρι 22 Ιανουαρίου, μεταξύ των Ελλήνων που αποτελούσαν το 80,2% των κατοίκων του νησιού. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπήρξε συντριπτικά υπέρ της Ένωσης. Το 95,7% του πληθυσμού ή το 100% των ψηφισάντων αξίωσαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αλλά για τους Βρετανούς το θέμα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν «κλειστό». Τον Δεκέμβριο του 1953, στη Βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα, ο Άντονι  Ήντεν, τότε υπουργός Εξωτερικών, δήλωνε ορθά – κοφτά στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο ότι για τη Βρετανική Κυβέρνηση «δεν υφίσταται Κυπριακόν ζήτημα ούτε εις το παρόν ούτε εις το μέλλον».

Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Τριάντα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου 1955 εκκωφαντικές εκρήξεις συγκλόνισαν τη Λευκωσία, τη Λεμεσό, τη Λάρνακα και στρατιωτικούς στόχους, ενώ «χτυπήθηκαν» και κυβερνητικά κτίρια. Ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ είχε ξεκινήσει. Η ημερομηνία έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου είχε καθοριστεί δύο ημέρες πριν, στη συνάντηση του Γεωργίου Γρίβα – Διγενή με τον Γενικό Αρχηγό, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Έγραψε ο Γρίβας στο ημερολόγιό του: «29 Μαρτίου. 20ην ώραν είδον Γενικόν. ΝΑ ΑΡΧΙΣΩΜΕΝ. Μου έδωσεν την ευχήν του. Ο Θεός μαζί μας».
Το πρωί της 1ης Απριλίου κυκλοφόρησε η πρώτη προκήρυξη της ΕΟΚΑ, με τίτλο:
 «ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΝΑΞΙΝ ΤΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟΥ ΖΥΓΟΥ»
Η απόφαση για την έναρξη του ένοπλου αγώνα στην Κύπρο είχε καταστεί αναπόφευκτη καθώς οι πολιτικές πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης, για διεθνοποίηση του Κυπριακού Ζητήματος, είχαν πέσει στο κενό. Στις 16 Αυγούστου 1954, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου με αίτημά της ζήτησε από τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών την εφαρμογή της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης για τον Κυπριακό λαό.
Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, της 17ης Δεκεμβρίου 1954 ανέφερε τα εξής: «Η Γενική Συνέλευσις, λαμβάνουσα υπ’ όψιν ότι προς το παρόν δεν θεωρείται σκόπιμος η λήψις αποφάσεως επί του ζητήματος της Κύπρου, αποφασίζει να μην εξετάση περαιτέρω το θέμα το φέρον τον τίτλον «Εφαρμογή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών εις την περίπτωσιν της Κύπρου». Δηλαδή, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αρνήθηκε να συζητήσει το θέμα!
Αλλά και πριν την υποβολή του ελληνικού αιτήματος στα Ηνωμένα Έθνη, ο Βρετανός υφυπουργός Αποικιών Χένρι Χόπκινσον, στις 28 Ιουλίου 1954, σε τοποθέτησή του στη Βουλή των Κοινοτήτων είχε πει ότι η Κύπρος είναι στρατηγικής σημασίας για τη Βρετανία, και ότι η Βρετανική κυβέρνηση δεν μπορεί να διανοηθεί αλλαγή στο θέμα της κυριαρχίας στην Κύπρο.



Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ
Ο θάνατος του πρωθυπουργού στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, στις 4 Οκτωβρίου 1955, ένα μήνα μετά τα «Σεπτεμβριανά» στην Πόλη, δημιούργησε σοβαρότατο πρόβλημα στη χώρα καθώς ο Παπάγος είχε εγκρίνει την ένοπλη φάση του Κυπριακού Αγώνα, και είχε θέσει υπό την αιγίδα του ελληνικού κράτους τις προσφυγές στον ΟΗΕ για το Κυπριακό. Όμως, κατά διαβολική σύμπτωση, από την έναρξη της ένοπλης φάσης του αγώνα των Κυπρίων κατά των Άγγλων, την 1η Απριλίου 1955, έως και τον θάνατό του, μετά από έξι μήνες, ο Παπάγος ήταν βαριά άρρωστος και όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσε να παρακολουθήσει και να επηρεάσει τις εξελίξεις. Είχε προηγηθεί μία περίοδος παλινωδιών της ελληνικής διπλωματίας με απίστευτο ενδοτικό παρασκήνιο στις επιταγές της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής.
Το περίεργο είναι ότι κανείς δεν έμαθε ποτέ από τι έπασχε ο Παπάγος. Έχει ενδιαφέρον μία αποστροφή της Φρειδερίκης σε επιστολή της στον Μάρσαλ: «Κανείς δεν ήξερε, ούτε καν ο σύζυγός μου, από τι πράγματι έπασχε (ο Παπάγος). Βαδίζαμε προς πλήρες χάος. Κι έπειτα ο Παπάγος πέθανε. Μέσα σε μερικές ώρες ο σύζυγός μου διόρισε Πρωθυπουργό της Ελλάδος έναν νέον άνδρα, αυτοδημιούργητον, από την Μακεδονία. Η χώρα αισθάνθηκε σαν να είχε πιει σαμπάνια»!
Στο βάθος το κατεχόμενο τμήμα της Λευκωσίας
Η είσοδος στα Κατεχόμενα από τον Μακρύδρομο (Λήδρας)

Παρά την φαινομενική αλλαγή σκυτάλης στον αμερικανικό παράγοντα μετά το 1947, η Βρετανία δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί την Ελλάδα προτεκτοράτο της και να βρίσκεται πίσω από όλες τις ραδιουργίες εναντίον του Ελληνισμού. Επομένως, ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι Βρετανοί και Αμερικανοί θα προωθούσαν στην εξουσία ένα πολιτικό πρόσωπο, το οποίο θα τους παρείχε – μεταξύ άλλων - και τα εχέγγυα μίας «νομιμόφρονης» προσέγγισης του Κυπριακού ζητήματος.
Η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή από το Παλάτι, γεγονός που ταλάνιζε τη σκέψη του Γεωργίου Παπανδρέου έως το θάνατό του, συνδέθηκε με το περίφημο «μνημόνιο» του Καραμανλή, την υποτιθέμενη δέσμευσή του δηλαδή, ότι «θα κατεβάλλετο πρσπάθεια εξουδετερώσεως της κοινής γνώμης προς συμβιβαστικήν επίλυσιν τούτου». Επίσης, η ανοιχτή διαφοροποίησή του στο υπουργικό συμβούλιο, στο θέμα της ανακίνησης του Κυπριακού, θεωρήθηκε ως υποβολή των διαπιστευτηρίων του προς τον αμερικανικό και βρετανικό παράγοντα. Αυτή, όμως, καθεαυτή η χρονική συγκυρία επιλογής του Καραμανλή για την πρωθυπουργία τον καθιστούσε ύποπτο.
Η βρετανική διπλωματία, στις 5 Σεπτεμβρίου 1955, και ενώ είχε οργανώσει μαζί με τον Μεντερές το προγκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου στην Πόλη, συνεκάλεσε στο Λονδίνο τριμερή προβοκατόρικη διάσκεψη για να «αποκοιμήσει» την ελληνική πλευρά, και να νομιμοποιήσει την Τουρκία ως συνομιλητή στο Κυπριακό. Στο περιθώριο της διάσκεψης οι Βρετανοί βολιδοσκόπησαν τον Στέφανο Στεφανόπουλο, εάν ενδιαφέρεται για τη θέση του πρωθυπουργού! Να τι έγραψε ο Σπύρος Παπαγεωργίου:
«Εις μη δημοσιευθείσαν μέχρι τούδε έκθεσιν του Ιω. Ν. Σωσσίδη, μετάσχοντος εις την Διάσκεψιν, αναφέρονται και τα εξής: «Κατά την ιδιαιτέραν συνομιλίαν του κ. Στεφανόπουλου, μετά του κ. Μακ – Μίλλαν, της 5ης Σεπτεμβρίου 1955, ουδείς παρίστατο τρίτος. Συναντήσας, όμως, τον κ. Στεφανόπουλον ευθύς με την συνομιλίαν του και ερωτήσας, αυτόν, περί των λόγων της εκδήλου ταραχής του, επληροφορήθην παρ’ αυτού, όλως εμπιστευτικώς, ότι:
α) Ο κ. Μακ- Μίλλαν επέμεινεν ότι βάσει απολύτως εξηκριβωμένων πληροφοριών, επέκειτο ο θάνατος του Στρατάρχου Παπάγου (σ.σ.: !!) και επρότεινε, κατόπιν τούτου, εις τον κ. Στεφανόπουλον, όπως η Ελληνική Κυβέρνησις αποσύρη ή, τουλάχιστον, μη υποστηρίξη την προσφυγήν της εις τα Ηνωμένα Έθνη, τερματισθή δε, ούτως, ή περί το Κυπριακόν Ελληνο-Βρεταννική αντιδικία.
β) Κατά τον κ. Μακ – Μίλλαν, τοιαύτη ενέργεια της Ελληνικής Κυβερνήσεως δεν θα απέκλειε την δυνατότητα επιλύσεως του Κυπριακού εις το μέλλον, δια συμφωνίας την οποίαν θα ηδύνατο να διαπραγματευθή ούτος και πάλιν μετά του κ. Στεφανοπούλου, από της νέας όμως και ανωτέρας, ως αφήκε να εννοηθή, θέσεως του τελευταίου εν τη Κυβερνήσει.
γ) Ο κ. Στεφανόπουλος απέρριψεν, άνευ δισταγμού, την πρότασιν του κ. Μακ – Μίλλαν, τονίσας ότι ουδείς Έλλην, και μάλιστα υπεύθυνος πολιτικός, είχε το δικαίωμα να εγκαταλείψη τους αγωνιζομένους Κυπρίους, οίτινες, άλλωστε, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα ηδύναντο και θα εδικαιούντο να στραφούν προς έτερα κράτη, ακόμη και προς τα Ανατολικά, προκειμένου να επιτύχουν την εγγραφήν και την συζήτησιν του ζητήματός των εις τα Ην. Έθνη».

Το Μνημείο της Ελευθερίας (1973) στη Λευκωσία
Ο Τζων Σωσσίδης περιέγραψε στον Αλέξη Παπαχελά τις ιστορικές στιγμές του θανάτου του Παπάγου, τη στάση του Στεφανόπουλου και την αναρρίχηση στην εξουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή:
«Το βράδυ του θανάτου του Παπάγου έτρωγα εγώ με τον Στεφανόπουλο και πήραμε ένα τηλεφώνημα από τον Λόνη τον Παπάγο ότι ο στρατάρχης απεβίωσε. Πήγαμε λοιπόν αμέσως στην Εκάλη και εκεί είδαμε τον βασιλέα, ο οποίος συνομίλησε ιδιαιτέρως με τον Στεφανόπουλο - ήμουν εκεί μπροστά - και του είπε να έρθει την επομένη για να συζητήσουν σχετικά με το θέμα της κυβερνήσεως.
Ο Στεφανόπουλος εξεπλάγη με την προθυμία του βασιλέως να συζητήσει την επομένη αμέσως για το θέμα της κυβερνήσεως και επεφυλάχθη να απαντήσει. Εν συνεχεία είπε του βασιλέως ότι θα προτιμούσε να αναβληθεί η συζήτηση μέχρις ότου η συνέλευση του κόμματος, η οποία θα συνεκαλείτο αμέσως μετά την κηδεία, αποφασίσει περί του νέου αρχηγού. Ο Στεφανόπουλος θεωρούσε ότι η εντολή που είχε εκ μέρους του στρατάρχου να τον αναπληρώνει είχε εκπνεύσει - θεωρούσε, δηλαδή, ο Στεφανόπουλος ότι "εντολέως αποθανόντος, η εντολή έπαυσε να υφίσταται". Ο βασιλεύς τον άκουσε και του είπε: "Καλά, τότε θα συζητήσουμε αργότερα". Φύγαμε από το σπίτι της Εκάλης του στρατάρχη και γυρίσαμε πίσω - ο μεν Στεφανόπουλος έμενε τότε στο "Σεμίραμις", ένα ξενοδοχείο της Κηφισιάς, και εγώ πήγα στο υπουργείο, γιατί είχαμε να κάνουμε διάφορα τηλεγραφήματα κτλ. Την επομένη το μεσημέρι ο Στεφανόπουλος ηργάζετο εις το γραφείο του και εγώ ήμουν εις τον προθάλαμο. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο υπουργείο. Κατά τις 4 το απόγευμα ανηγγέλθη ο πρέσβης Κουτσαλέξης, ο οποίος ήταν ο γενικός διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του βασιλέως. Είχαν μια μικρή συζήτηση και μετά με κάλεσε ο Στεφανόπουλος και μου ζήτησε να επικοινωνήσω με τον Κεφάλα, ο οποίος ήταν τότε διευθυντής Εσωτερικού Τύπου στο υπουργείο Προεδρίας και να του δώσω την εντολή να αναγγελθεί στα νέα των 6 μ.μ. του ραδιοφώνου ότι είχε υποβάλει την παραίτησή του. Εγώ εξεπλάγην με αυτή την απότομη παραίτηση του Στεφανόπουλου και τον ρώτησα τι συνέβη. Μάλιστα εκείνη τη στιγμή είχε μπει και ο γενικός διευθυντής του "Συναγερμού", ο Γιώργος Στασινόπουλος, ο οποίος ήθελε να μεταβεί στα γραφεία του κόμματος για να δώσει εντολές για τους βουλευτές να επιστρέψουν για την κοινοβουλευτική ομάδα. Ρώτησα τον Στεφανόπουλο: "Κύριε πρόεδρε, συγκαλέσατε υπουργικό συμβούλιο; Δεν πρέπει να συγκληθεί υπουργικό συμβούλιο και να ρωτηθούν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου;". Τότε επενέβη ο μακαρίτης ο Κουτσαλέξης, ο οποίος με γνώριζε από μικρό παιδί, και μου είπε: "Παιδί μου, Τζον, δεν έχει καμία σημασία. Ο βασιλεύς ζητάει την παραίτηση του προέδρου και της κυβερνήσεως προκειμένου να αναθέσει εις τον πρόεδρο την εντολή".
Βγήκαμε έξω και μετά από μισή ώρα από το ραδιόφωνο πληροφορηθήκαμε ότι η εντολή είχε δοθεί στον Καραμανλή. Μόλις έγινε αυτό τότε και μόνο τότε άρχισαν να συρρέουν οι διάφοροι παράγοντες του κόμματος και ιδίως οι βουλευτές. Άρχισαν να μαζεύονται δεκάδες βουλευτές, οι οποίοι διαμαρτύροντο διά την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Καραμανλή, και άρχισε να περιφέρεται ένα πρωτόκολλο αποδοκιμασίας της βασιλικής πρωτοβουλίας. Αυτό συνεχίστηκε ως τις 8-9 το βράδυ, οπότε και συγκεντρώθηκαν 106, αν δεν κάνω λάθος, υπογραφές αποδοκιμάζοντας τη βασιλική πρωτοβουλία. Την επομένη ο Στεφανόπουλος δεν χρησιμοποίησε το έγγραφο. Έγινε η κηδεία του στρατάρχη. Μετά την κηδεία έγινε η συνέλευση του κόμματος. Εις τη συνέλευση του κόμματος ζήτησε ο Ράλλης, αν δεν κάνω λάθος, να αναβληθεί η συνέλευση και ο Στεφανόπουλος δέχθηκε την αναβολή. Στη Βουλή είχε την εντολή ήδη ο Καραμανλής. Ο Στεφανόπουλος πήγε στη συνεδρίαση αλλά δεν συμμετέσχε στην ψηφοφορία - και τελείωσε το θέμα εκεί».
Ο Στέφανος Στεφανόπουλος, λοιπόν, μπορεί να έδειξε μετριοπαθή στάση διότι γνώριζε το αντίτιμο του πρωθυπουργικού θώκου, αλλά έφερε το θέμα βαρέως. Η αποκάλυψη περί Καραμανλικού «μνημονίου» προθέσεων, προς τον αμερικανικό και βρετανικό παράγοντα, έγινε λίγες ημέρες μετά τη συζήτηση στη Βουλή για το Κυπριακό. Ο Στεφανόπουλος δήλωσε ότι ο κ. Σωτηρόπουλος «απεκάλυψε λεπτομερώς όσα εβυσσοδομούντο την εποχήν εκείνην της ασθενείας του στρατάρχου Παπάγου, με επίκεντρον το Κυπριακόν. Ουδεμίαν σημασίαν έχει από ποίον προήρχοντο αι διατυπωθείσαι σκέψεις περί «κλεισίματος» αυτού. Αρκεί ότι ο τότε υπουργός των Δημοσίων Έργων, αναρμοδίως και εν πλήρει αγνοία του προέδρου του και του αρμοδίου υπουργού Εξωτερικών, ήρχετο εις μυστικάς επαφάς, με σκοπόν το «κλείσιμον» του Κυπριακού, χωρίς επί πλέον να ληφθή υπ’ όψιν ότι τοιαύται άτοπαι ενέργειαι εξησθένιζον και υπενόμευον τον διεξαγόμενον τότε σκληρόν αγώνα, εφ’ όσον ενεφάνιζον την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ως διηρημένην».

 

 

Υ.Σ.: Υπάρχει πληθώρα εγγράφων, αρχειακού υλικού και βιβλιογραφίας για εκείνη την περίοδο, αλλά θα πρέπει όλα αυτά να εξεταστούν σε συνδυασμό με την ελληνική, βρετανική και τουρκική πολιτική, και τις σοβαρές γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Αποτέλεσμα των μεθοδεύσεων όλης αυτής της ταραγμένης περιόδου υπήρξαν οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου (11 και 19 Φεβρουαρίου 1959) για το κυπριακό. Επομένως, η έκδοση ενός τόμου για τα πεπραγμένα από τη δεκαετία του 1950, έως και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, καθίσταται απαραίτητη.