Translate

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

ΓΙΑΤΙ ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΤΑΧΣΙΝ ΠΑΣΑ



Οι αέναες προσπάθειες «αναμόρφωσης» και «ανασύνταξης» των ιστορικών γεγονότων

Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com




«Οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-13 έχουν εξιστορηθεί για πρώτη φορά από το Γραφείο Πολεμικής Εκθέσεως του Γενικού Επιτελείου Στρατού (σημερινή Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού) σε ένα τρίτομο έργο, που εκδόθηκε το 1932 και συνοδεύεται από τέσσερις τόμους Παραρτημάτων και τρεις τόμους Σχεδιαγραμμάτων. Ο πρώτος απ’ αυτούς, με τίτλο «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ», επανεκδόθηκε το 1939, τροποποιημένος σε ορισμένα σημεία, σύμφωνα με τα νεότερα ιστορικά στοιχεία που είχαν στο μεταξύ συγκεντρωθεί. Οι δύο άλλοι αναφέρονται στις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην Ήπειρο στην ίδια περίοδο (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος) και στις επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων στη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου.
Το 1966 έγινε προσπάθεια για ανασύνταξη και αναμόρφωση των τόμων αυτών, προκειμένου να επανεκδοθούν, χωρίς όμως τελικά να ολοκληρωθεί η εργασία αυτή. Πρόσφατα (σ.σ.: 1988) η ΔΙΣ/ΓΕΣ συνέγραφε και κυκλοφόρησε την «Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-13», ευελπιστώντας ότι προσφέρει σ’ έναν τόμο συνοπτικά, αλλά με ακρίβεια και αντικειμενικότητα, μία πλήρη εικόνα των πολέμων αυτών. Παράλληλα προέβη στην εκ νέου ανασύνταξη, συμπλήρωση και αναμόρφωση των επί μέρους τριών παλαιών τόμων, προκειμένου να τους εκδόσει με σκοπό να παρουσιάσει στο κοινό, αλλά και στους μελετητές αναλυτικά τα γεγονότα αυτά, που αναμφισβήτητα αποτελούν ορόσημο στη νεότερη ιστορία της χώρας μας και μία από τις μεγάλες εξάρσεις της φυλής μας».

Ήδη, από τις πρώτες παραγράφους του προλόγου του αντιστράτηγου Γρηγορίου Μούργελα, στον πρώτο τόμο της σειράς με τίτλο «Ο ελληνικός στρατός κατά τους βαλκανικούς πολέμους 1912-13. – Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου», του 1988, εμφανίζονται διαχρονικά τρεις προσπάθειες «ανασύνταξης και αναμόρφωσης» των ιστορικών γεγονότων που σχετίζονται με την επική προέλαση του στρατού μας από το Σαραντάπορο προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Γρηγόριος Μούργελας διετέλεσε διευθυντής της Δ.Ι.Σ. από 22-01-1987 έως 15-09-1989. Βεβαίως, η έκδοση αυτών των τόμων, από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, δεν αποβλέπει μόνο στην ενημέρωση του κοινού και των μελετητών αλλά κυρίως απευθύνεται στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, ως πραγματικό δίδαγμα και πηγή συμπεριφορών στρατιωτικής «εμπλοκής» για το μέλλον. Όμως στους προλόγους, και σε συνάρτηση με την ημερομηνία έκδοσης και την πολιτική συγκυρία, συνήθως αποκαλύπτονται οι προθέσεις:

«Ο Ελληνικός Στρατός, που κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897 είχε βρεθεί ανοργάνωτος, ανεκπαίδευτος, με σοβαρές ελλείψεις σε υλικά και εξοπλισμό και είχε υποστεί τις συνέπειες της δυσμενούς τροπής των επιχειρήσεων, δεν ήταν δυνατόν να μεταμορφωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα (σ.σ.: ένα το κρατούμενο). Μόνο από το 1900 άρχισε να αναλαμβάνεται κάποια προσπάθεια για την αναδιοργάνωση του και τον εφοδιασμό του σε υλικά και μέσα, που συστηματοποιήθηκε ικανοποιητικότερα κατά τα έτη 1904-1908 (σ.σ. δύο τα κρατούμενα). Αλλά η σύντονη αυτή προσπάθεια κορυφώθηκε με τα μέτρα που έλαβε η επανάσταση του 1909 και υλοποίησε αποτελεσματικά από το 1910 η πολιτική κυβέρνηση του μεγαλόπνοου πολιτικού και Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, εκφραστή των δυνατοτήτων και ηθικών αξιών της μεγαλοσύνης του Έθνους. Έτσι ο Ελληνικός Στρατός, πλήρως αναδιοργανωμένος, άρτια εξοπλισμένος και καλά εκπαιδευμένος, εισήλθε στον πόλεμο… (σ.σ.: δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική κατάληξη ο πρόλογος μίας έκδοσης του 1988).
Παρότι, λοιπόν, παραδεχόμαστε ότι ένας στρατός «ανοργάνωτος και ανεκπαίδευτος με σοβαρές ελλείψεις», δεν ήταν δυνατόν να μεταμορφωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα, και παρά το γεγονός ότι η αναδιοργάνωσή του και ο εφοδιασμός του συστηματοποιήθηκε ικανοποιητικότερα κατά την περίοδο 1904-1908, (δηλαδή επί Γεωργίου Θεοτόκη), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κορύφωση της προσπάθειας συντελέστηκε από τα μέτρα που έλαβε για μερικούς μήνες το συντεχνιακό «προνουτσιαμέντο» των ανθυπασπιστών του 1909 και ο «μεγαλόπνοος εθνάρχης» Ελευθέριος Βενιζέλος, στον 16μηνο ενεργό πολιτικό χρόνο, μετά τις εκλογές στα τέλη του 1910 και μέχρι την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1912! Μία τέτοιου είδους ερμηνεία των γεγονότων δεν «χωρά» την εκδοχή ότι ο μοναδικός λόγος της δήθεν «επανάστασης» στο Γουδί ήταν η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία, με τις ευλογίες Βρετανών και Γάλλων, και η «θεσμική» καθιέρωση των στρατιωτικών κινημάτων και δικτατοριών για τα επόμενα 30 χρόνια από τους «προοδευτικούς» ανθυπασπιστές της «επανάστασης» του 1909.

Διαβάζουμε στον πρόλογο με υπότιτλο «Η πολιτική βούληση στον Πόλεμο»: «Είναι αναμφισβήτητα παραδεκτό ότι η ανάληψη ενός πολέμου και η γενική στρατηγική διεξαγωγή του είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας (σ.σ.: από πού προκύπτει αυτό;). Κάτω από αυτό το πρίσμα είναι χρήσιμο να επισημάνουμε εδώ τη διαφωνία που παρατηρήθηκε μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και της στρατιωτικής, όταν η δεύτερη, παρά την αντίθετη άποψη της Κυβερνήσεως καθυστερούσε να στρέψει τον όγκο της δυνάμεώς της προς τη Θεσσαλονίκη. Χρειάστηκε τότε να επιστρατευθεί η πολιτική οξυδέρκεια και αποφασιστικότητα του πρωθυπουργού της χώρας Ελευθερίου Βενιζέλου και να διατάξει επιτακτικά την άμεση κίνηση του όγκου της Στρατιάς προς τη Θεσσαλονίκη, για να αποφευχθεί ένας τεράστιος εθνικός κίνδυνος που απειλούσε την κατάληψή της από τις κατερχόμενες ταχύτατα βουλγαρικές δυνάμεις».
Αυτή είναι και η πεμπτουσία της φιλοβενιζελικής προπαγάνδας για να καλυφθεί εκ των υστέρων η αποδεδειγμένη, τεκμηριωμένη και ομολογούμενη αδιαφορία του Βενιζέλου για τη Μακεδονία και τη Θράκη και η διατυπωθείσα στη Βουλή σχιζοφρενική του θεωρία περί «σπονδυλικής στήλης» της Ελλάδας, που εξαιρούσε τη Μακεδονία από τον εθνικό κορμό. Μετά τον υπερκερωτικό ελιγμό του ελληνικού στρατού στο Σαραντάπορο και τη νίκη στη μάχη των Γιαννιτσών, ο Βενιζέλος, θέλοντας να μπει στο κάδρο των επιτυχιών, έστειλε στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο το παρακάτω προβοκατόρικο τηλεγράφημα:
«Αναμένω να μοί γνωρίσητε περαιτέρω κατεύθυνσιν ήν θα ακολουθήση η προέλασις του Στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ να έχητε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην».
Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε το πνεύμα του Βενιζέλου και του έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα, που απαντά και στον ισχυρισμό ότι η γενική στρατηγική διεξαγωγή ενός πολέμου είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας:
«Η κατεύθυνσις της υποχωρήσεως και αι προθέσεις του πολεμίου θα κανονίσωσι την προέλασιν και την κατεύθυνσιν της υπ’ εμέ Στρατιάς. Να παύση του λοιπού η Κυβέρνησις αναρμοδίως γνωματεύουσα και εκ του μακρόθεν αναμιγνυομένη εις τας πολεμικάς επιχειρήσεις».
Εμ, βέβαια. Φαντάζεστε τον τουρκικό στρατό να υποχωρεί ανατολικά και τον ελληνικό στρατό να τραβά προς τη δύση; Η κατεύθυνση, λοιπόν, της υποχωρήσεως του πολεμίου ήταν προς τη Θεσσαλονίκη και όταν έγινε αυτό ο στρατός μας βρέθηκε έξω από την πόλη, και όχι εξαιτίας του τηλεγραφήματος του Βενιζέλου.

Ο «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ» ΤΑΧΣΙΝ ΠΑΣΑ

Η προσπάθεια του Χασάν Ταχσίν πασά να στρέψει τον ελληνικό στρατό, από την αρχική του προς το Μοναστήρι κατεύθυνση, προς τη Θεσσαλονίκη υπήρξε εμφανής και προβλημάτισε το Γενικό Επιτελείο, ενώ έχει επισημανθεί και από ορισμένους άλλους συγγραφείς. Όμως, σε πραγματικό χρόνο, και με τις πολεμικές επιχειρήσεις σε εξέλιξη, γνωμάτευε η σωφροσύνη και οι κινήσεις του ελληνικού στρατού ήταν προσεκτικές. Επομένως, δεν ευθύνεται ο Κωνσταντίνος αν κάποιοι δεν κατάλαβαν 70 ή 100 χρόνια αργότερα γιατί και στο Σαραντάπορο και στα Γιαννιτσά «διέφυγε» ο τουρκικός στρατός. Ευτυχώς, «διέφυγε». Αν είχε υπογραφεί τότε πρωτόκολλο παράδοσης του τουρκικού στρατού το πολύ – πολύ να παίρναμε τους βάλτους των Γιαννιτσών και οι Βούλγαροι το ίδιο βράδυ θα έκαναν πάρτι στη Θεσσαλονίκη. Το πρωτόκολλο παράδοσης υπογράφηκε στη Θεσσαλονίκη και πήραμε την πόλη. Εκατό χρόνια μετά, το 2012, αποκαλύφθηκε ότι το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης, με τις υπογραφές του Ταχσίν Πασά και των απεσταλμένων του Κωνσταντίνου, Ιωάννη Μεταξά και Βίκτωρα Δούσμανη, έκανε φτερά από τα αρχεία του ΓΕΣ!
Ας δούμε πως περιγράφει ο Κενάν μπέης Μεσαρέ, υιός του Χασάν Ταχσίν Πασά και αξιωματικός του επιτελείου του, τις βουλγαρικές απαιτήσεις καθώς ο ελληνικός στρατός μπαίνει στην πόλη (διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου):

«Όσοι θέλουν να κρίνουν ευσυνειδήτως και αμερολήπτως την εποχήν εκείνην, οφείλουν να αναπολήσουν την κατάστασιν της 27ης Οκτωβρίου, όταν οι απεσταλμένοι του αρχιστρατήγου των Βουλγαρικών δυνάμεων Θεοδώρωφ επεσκέφθησαν τον πατέρα μου την βραδυάν εκείνην εις το Διοικητήριον. Ένας συνταγματάρχης του πυροβολικού, ο έφεδρος ίλαρχος Στάντσιεφ (πρεσβευτής της Βουλγαρίας εις Παρισίους) και δύο άλλοι επιτελείς παρουσιάσθησαν την 8ην εσπερινήν φέροντες λευκήν σημαίαν.
Μετά τας εκατέρωθεν τυπικάς συστάσεις, ο κ. Στάντσιεφ λαβών τον λόγον εξέφρασε την έκπληξιν και …δικαίαν δυσφορίαν του Θεοδώρωφ δια την Παράδοσιν της Θεσσαλονίκης εις τους Έλληνας, δεδομένου ότι ο Βουλγαρικός στρατός είχε φθάσει … διαρκώς μαχόμενος και με σκληράς θυσίας εις την Θεσσαλονίκην την οποίαν και εδικαιούτο να καταλάβη εν ονόματι της Α.Μ. του Τσαρίσκου των Βουλγάρων.
Υπενθυμίσαμεν εις τους κυρίους αυτούς ότι η υπό τας διαταγάς του Πατρός μου Στρατιά, είχεν ως μοναδικόν Αντίπαλον τον Ελληνικόν Στρατόν, κατά του οποίου και επολέμησεν από Ελασσώνος μέχρι Θεσσαλονίκης, δίδων σκληράς μάχας εις διάφορα μέρη, όπου ουδείς Βούλγαρος υπήρχεν. Όσον δια το ζήτημα της παραδόσεως, αυτό αφεώρα εκείνον και μόνον και δεν είχε να δώση λόγον εις ουδένα.
[…]
Μη δυνηθείς επί δύο ώρας και παρ’ όλην την διπλωματικήν δεξιοτεχνίαν του να μας επηρεάση, κάμπτων συνάμα και την πείσμονα αλλά δικαίαν άρνησίν μας, ο κ. Στάντσιεφ, κατόπιν βραχείας συνεννοήσεως με τους συναδέλφους του, εξέφρασε την επιθυμίαν του να μου μιλήση ιδιαιτέρως. Περάσαμε εις την μεγάλην αίθουσαν υποδοχών, όπου δεν υπήρχε ουδείς άλλος. Ο κ. Πρεσβευτής με κύταξε επί μερικά δευτερόλεπτα, σιωπηλός και ταραγμένος, έπειτα, μειδιών έβγαλε από το χαρτοφυλάκιόν του μίαν …επιταγήν επί Λονδίνου, δια ένα τεράστιον ποσόν, μου την προσέφερε με σπασμωδικές κινήσεις και ψιθυρίζων μου έδωσε να καταλάβω ότι ήτο το αντίτιμον μίας απλής υπογραφής του πατρός μου, αναγνωρίζων το δικαίωμα συγκαταλήψεως.
Έμεινα σαν κεραυνόβλητος, έτρεμα ολόκληρος και με αργά βήματα επέστρεψα εις το γραφείον. Όταν παρουσιάσθη και ο κ. Πρεσβευτής ήτο κάτωχρος. Οι άλλοι δεν είχαν πλέον ανάγκη εξηγήσεων. Πεισθέντες ότι παρ’ όλας τας απειλάς, ύβρεις και βαναυσότητας δεν θα επεκόμιζον τίποτα, μας παρεκάλεσαν να τους παραχωρήσωμεν αντίγραφον του Πρωτοκόλλου. Το οποίον ητοιμάσθη αμέσως». (Θεσσαλονίκη, 1912-1962, Επιτροπή Εορτασμού Πεντηκονταετηρίδος Απελευθερώσεως, 1962).
Ο ελληνομαθής Ταχσίν πασάς ήθελε να δώσει την πόλη στους Έλληνες και το έκανε. Μαζί με την πόλη παρέδωσε και 25.000 αιχμαλώτους και γι’ αυτό καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από τις τουρκικές αρχές. Πέθανε στη Λωζάννη το 1918, όπου είχε καταφύγει για λόγους ασφαλείας.  Από το 2002 τα οστά του, μαζί με τα οστά του γιού του, βρίσκονται θαμμένα στη βίλα – στρατηγείο του Γενικού Επιτελείου, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την παράδοση της πόλης, στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης. Να πάτε!