Translate

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΨΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΕΚΦΥΓΕΣ



"Ελγίνεια" της Μακεδονίας

Τα μοναστήρια της Μακεδονίας και της Θράκης περιμένουν τα κλεμμένα από τους Βουλγάρους χειρόγραφα και κειμήλια.

Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΣ
Ιστορικός – ερευνητής

Η λεηλασία των 700 και πλέον ελληνικών χειρογράφων, περγαμηνών και χαρτώων και πολλών άλλων κειμηλίων των μοναστηριών της Μακεδονίας και της Θράκης αποτελεί ένα πολιτισμικό έγκλημα ίδιας τάξης μεγέθους με την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα από τον ληστρικό Έλγιν και αποτελεί τη δεύτερη τραγική επίπτωση της βουλγαρικής κατοχής 1916-18 μετά την προμελετημένη γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού.
Από την εποχή που ο τότε έφορος των Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γεώργιος Σωτηρίου ταξίδεψε στη Σόφια τον Μάιο του 1923, για να παραλάβει υποτίθεται όλους τους συλημένους πολιτισμικούς μας θησαυρούς, σύμφωνα με το άρθρο 126 της συνθήκης του Neuilly του 1919, μέχρι και σήμερα έχουν δημοσιευτεί δεκάδες μελέτες για το θέμα αυτό.
Το εύρος της βουλγαρικής προσπάθειας για τη φυσική εξόντωση του πληθυσμού και την εξάλειψη της συλλογικής ιστορικής μνήμης των Ελλήνων πήρε τέτοια μορφή, ώστε λεηλατήθηκαν όχι μόνον οι μονές αλλά και οι κώδικες των μητροπόλεων και των εκκλησιών, τα μητρώα των κοινοτήτων και τα αρχεία όλων των κρατικών υπηρεσιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κώδικας και οι κώδικες αντιγραφής αλληλογραφίας της μητρόπολης Δράμας, οι κώδικες των πρακτικών των συνεδριάσεων της δημογεροντίας και όλων των ιδρυμάτων του ελληνισμού κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας με στοιχεία για την οικογενειακή και περιουσιακή κατάσταση των Ελλήνων.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο  οι δύο εμβληματικές μονές της Μακεδονίας, η μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών και η μονή Εικοσιφοίνισσας στο Παγγαίο είχαν σύμφωνα με δημοσιευμένους καταλόγους 692 χειρόγραφα. Από τα 431 χειρόγραφα της Εικοσιφοίνισσας, από τα οποία τα 161 περγαμηνά και τα 270 χαρτώα, επεστράφησαν ελάχιστα. Κατά την περίοδο 1913-1919 οι Βούλγαροι λεηλάτησαν και τα δύο μοναστήρια της Ξάνθης, της Παναγίας της Καλαμούς και της Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας από τα οποία πήραν μεταξύ άλλων κειμηλίων και 43 χειρόγραφα.
Τα χειρόγραφα έχουν εδώ και χρόνια καταλογραφηθεί και ταυτιστεί από Έλληνες και ξένους επιστήμονες και το μόνο που απομένει είναι η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ τους στη φυσική τους θέση, στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών. Από τους δεκάδες επιστήμονες που ασχολήθηκαν με τα ελληνικά χειρόγραφα της Μακεδονίας θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τον κορυφαίο Έλληνα παλαιογράφο και κωδικολόγο Λίνο Πολίτη, ο οποίος εμφύσησε και στους φοιτητές του την προσήλωσή του στο να βρεθούν τα κλεμμένα κειμήλια και τον Andre Guillou, ο οποίος μελέτησε για πολλά χρόνια τα ελληνικά χειρόγραφα και εξέδωσε το μνημειώδες έργο του για τα χειρόγραφα της μονής του Τιμίου Προδρόμου.
Μετά την έστω και off the record παραδοχή των Βουλγάρων το 1985, ότι αυτοί έχουν τα κλεμμένα χειρόγραφα αλλά ότι δεν πρόκειται να τα επιστρέψουν ακολούθησε η αναπάντεχη παρουσίασή τους το 1990 κατά τη διάρκεια διεθνούς επιστημονικής συνάντησης στο κέντρο “Ivan Dujev”.
«Η γενική κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα τα χειρόγραφα (Σ.Σ.: 1990) κρίνεται ικανοποιητική, αν εξαιρέσουμε μερικά «ατυχήματα» που έχουν υποστεί. Τις φθορές αυτές τις γνωρίζαμε από καιρό, γιατί έχουν διαπιστωθεί τόσο στα χειρόγραφα που βρίσκονται σήμερα στην Αθήνα όσο και στα χειρόγραφα που κατά καιρούς έχουν επανεμφανιστεί. Συχνά από τα χειρόγραφα λείπουν φύλλα μεμονωμένα, κυρίως αυτά που είχαν μικρογραφίες ή έφεραν σημειώματα που πρόδιδαν την προέλευσή τους. Κάποτε δεν λείπουν φύλλα αλλά έχουν εξαλειφθεί ή οι παλιοί αριθμοί των χειρογράφων ή τα σημειώματα ή μέσα στα σημειώματα μόνο τα ονόματα των Μονών. Τέλος σε μερικές περιπτώσεις από τα χειρόγραφα λείπουν μεγάλα τμήματα».
Μετά την εμπεριστατωμένη παρουσίαση του θέματος το 1990 από τους Βασίλη Άτσαλο, Βασίλη Κατσαρό και Χαράλαμπο Παπαστάθη, άρχισε ένα γαϊτανάκι υποσχέσεων σε ανώτατο κυβερνητικό και πολιτειακό επίπεδο για την επιστροφή τους αλλά το θέμα πήγαινε κάθε φορά στις …βουλγαρικές καλένδες. Κατά καιρούς μέχρι και στον οικουμενικό πατριάρχη Βαρθολομαίο υποσχέθηκε η βουλγαρική κυβέρνηση την επιστροφή των ελληνικών χειρογράφων.
ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΛΕΗΛΑΣΙΑ
Επικεφαλής και «επιστημονικός» σύμβουλος της επιχείρησης αφελληνισμού ήταν ένας αλητήριος αρχαιοκάπηλος, τσέχικης καταγωγής, αυστριακός ή βούλγαρος υπήκοος, δήθεν καθηγητής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Σόφιας με το όνομα ή ψευδώνυμο Βλαδίμηρος Σις, του οποίου η επιστημονική ιδιότητα του αρχαιολόγου και του καθηγητή δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ καθώς δεν βρέθηκε καμία μελέτη του σε κανένα έγκυρο επιστημονικό περιοδικό.
Η λεηλασία της Εικοσιφοίνισσας έγινε τη Μεγάλη Δευτέρα στις 27 Μαρτίου του 1917, δηλαδή τρείς μήνες πριν η νεοσύστατη κυβέρνηση του Βενιζέλου κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των κεντρικών αυτοκρατοριών, της Τουρκίας και της Βουλγαρίας. Ο Σις έχοντας μαζί του τους κομιτατζήδες του Πανίτσα απογύμνωσε τη μονή από όλους τους πολιτισμικούς θησαυρούς του ελληνισμού.
Να τι έγραψε σε έκθεσή του ο ηγούμενος της Εικοσιφοίνισσας Νεόφυτος στις 28ης Οκτωβρίου 1918:
«Μεγάλη  Εβδομάς, εβδομάς των παθών του Κυρίου ημών Ι. Χ. και των Μοναχών. Την Μεγάλην Δευτέραν της εβδομάδος και ώραν 2 μ.μ. ο Βούλγαρος οπλαρχηγός Πανίτσας με όλα τα γνωστά παλληκάρια του και ο Βλαδίμηρος Σις, Αυστριακός την καταγωγήν, Βούλγαρος υπήκοος αρχαιολόγος, καθηγητής του εν Σόφια Πανεπιστημίου (τουλάχιστον ο ίδιος έδωκεν τοιαύτας συστάσεις ότε ειργάσθη εις την Βιβλιοθήκην της Μονής) και τυμβωρύχος των αρχαίων μνημείων εν Φιλίπποις κατά τον χειμώνα του 1916-1917, ούτοι λέγω μετά τινων χωρικών οθωμανών ήλθον εις την Μονήν και αφού προηγουμένως προς ημετέραν απάτην αφώπλισαν αμφοτέρας τας φρουράς (υπαρχούσης τότε τουρκικής) συνήθροισαν και έκλεισαν Μοναχούς τε και υπηρέτας εις το στέγασμα του νέου φούρνου.
…μετά ξυλοκόπημα μίας ώρας βλέπομεν ότι άλλοι έθεσαν πυρ εις την μεταξύ αγίας Βαρβάρας και καθολικού Ναού αυλήν και έκαιον τα εν χρήσει έντυπα βιβλία του Ναού και τα ενδύματα των Μοναχών ευρισκόμενα εντός του Ιερού, ίνα νομίσωμεν μετά ταύτα ότι η κλαπείσα βιβλιοθήκη και τα λοιπά διάφορα ιερά άμφια εκάησαν εκεί.
… τα δε κλοπιμαία εκ της βιβλιοθήκης εις διάφορα χειρόγραφα εκ μεμβράνης και παπύρου εκ του Σκευοφυλακείου, εις Ιερά άμφια Βυζαντινής τέχνης χρυσά και αργυρά αντικείμενα αμυθήτου πλούτου και εις χρυσόβουλα, σιγίλλια και τίτλους (φιρμάνια) ιδιοκτησίας και λοιπά αντικείμενα αρχαίας τέχνης πάντα ταύτα εφορτώθησαν εις 18 ημιόνους και μεταφέρθησαν εις Δράμαν. Την ιστορικήν αξίαν αυτών ουδείς θα δυνηθεί να περιγράψη. Μετά την αναχώρησιν των κακούργων, μόλις εμείναμεν ελεύθεροι διεσκορπίσθημεν άπαντες οι Μοναχοί εις τα κελλία μας πεφοβισμένοι…».
ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΛΑΙΛΑΠΑ
Ο ληστρικός χαρακτήρας της βουλγαρικής επιδρομής στα ελληνικά μοναστήρια συμβάδιζε σε βαρβαρότητα με το συστηματικό λιμό και το κλίμα τρομοκρατίας, που είχαν επιβάλλει οι βουλγαρικές αρχές στους Έλληνες της ανατολικής Μακεδονίας.
Στον κατάλογο που απέστειλε στις 22 Οκτωβρίου 1918 ο επόπτης (τοποτηρητής) της μητρόπολης Σερρών, ο επίσκοπος Καμπανίας Διόδωρος προς τον υπουργό Εξωτερικών περιγράφονται όλα τα κειμήλια και τα αντικείμενα που λεηλατήθηκαν από τη μονή Τιμίου Προδρόμου, την οποία οι Βούλγαροι κυριολεκτικά απογύμνωσαν ακόμη και από τα κουφώματα θυρών και παραθύρων!
Στην περίπτωση της μονής Τιμίου Προδρόμου των Σερρών, οι Βούλγαροι άφησαν τα προσχήματα και η λεηλασία της μονής άρχισε τις δύο τελευταίες ημέρες του Ιουνίου 1917. Ένα βουλγαρικό απόσπασμα με επικεφαλής τον λοχαγό Πετρώφ κατέλαβε τη μονή από τις 23 Ιουνίου και εκτόπισε όλους τους πατέρες στη Βουλγαρία. Με οδηγό τις καταγραφές και πάλι του αρχαιοκάπηλου Βλαδίμηρου Σις απογύμνωσαν τη μονή. Τα κλοπιμαία παραδόθηκαν στη διοίκηση της 8ης βουλγαρικής μεραρχίας που στρατοπέδευε στο χωριό Άγιο Πνεύμα Σερρών.
Ο κατάλογος του Διόδωρου έπεσε στην αφάνεια καθώς το 1923 οι βουλγαρικές αρχές επέστρεψαν μέρος των κλεμμένων χειρογράφων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν από τη μονή του Τιμίου Προδρόμου. Δεν επρόκειτο όμως μόνο για τα χειρόγραφα. Οι Βούλγαροι λεηλάτησαν το καθολικό της μονής, το σκευοφυλάκιο, τη βιβλιοθήκη, τα κελιά των μοναχών, τις αποθήκες με δεκάδες τόνων εφοδίων, έκλεψαν εκατοντάδες ζώα και πτηνά διαφόρων ειδών και «εξήκοντα κυψέλας μελίσσια», το ταμείο της μονής και τους ίδιους τους μοναχούς και τα χρήματα τα μοιράστηκαν λοχαγοί του βουλγαρικού στρατού και ο φρούραρχος Σερρών Φιλίπωφ.
Αξίζει να αναφέρουμε τα κλαπέντα από τη βιβλιοθήκη, όπως καταγράφονται στον κατάλογο του Διόδωρου:
1)               Οκτώ χειρόγραφα ευαγγέλια επί μεμβράνης, ών τα δύο με μικρογραφίας.
2)               Ενενήκοντα πέντε χειρόγραφα επί μεμβράνης.
3)               Διακόσια δέκα χειρόγραφα επί χάρτου.
4)               Χίλιοι διακόσιοι εβδομήκοντα δύο τόμοι έντυπα συγγράμματα.
5)               Είς κώδιξ αρχαίος του κτήτορος, ο λεγόμενος Κτητορικός.
6)               Είς έτερος κώδιξ αρχόμενος από του 1300 μ. Χ. με διάφορα έγγραφα.
7)               Τέσσαρες μεταγενέστερους κώδικες της Μονής.
8)               Τριάκοντα πέντε λογιστικά βιβλία.
9)               Μία υδρόγειος σφαίρα.
10)          Άπαντες οι τίτλοι των ιδιοκτησιών της Μονής.
Συνολικά από τη βιβλιοθήκη και τις διάφορες κρύπτες οι Βούλγαροι επιδρομείς πήραν 313 χειρόγραφα, 100 μεμβράνης και 200 χαρτώα, 4 χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων, 5 πατριαρχικά σιγίλια και 4 αρχαίους κώδικες.
«Εμβόλιμα σημειώνεται πως, από τούς σημαντικότερους κώδικες της Μονής ήταν οι δύο Κώδικές της, γνωστοί ως Συλλογή Α και Συλλογή Β. Η Συλλογή Α περιείχε το Τυπικό της Μονής και 14 αντίγραφα από χρυσόβουλα, αυτοκρατορικά προστάγματα και Πατριαρχικά Σιγίλλια. Ο κώδικας αυτός που κλάπηκε το 1917 τελικά εντοπίστηκε στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Πράγας με αρίθμηση XXVC9. Ἡ Συλλογή Β περιέχει έγγραφα χρονολογημένα από το 1279 έως και το 1800. Σήμερα βρίσκεται στην βιβλιοθήκη τοῦ Κέντρου Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδών Ivan Dujcev με αριθμό D 80».
Οι  Βούλγαροι πήραν επίσης όλα τα προσωπικά αντικείμενα από τους μοναχούς, κιβώτια με αφιερώματα, «επτακόσιους είκοσι οκάδας χάλκινα σκεύη της τραπέζης και του μαγειρίου, τραπεζομάντηλα, μαχαιροπήρουνα και εν γένει παν ό,τι ήτο δυνατόν να μετακομισθή».